«Έστ' ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται».


Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ : ΠΕΡΙΦΗΤΗΣ - ΣΙΝΙΣ - ΦΑΙΑ - ΣΚΕΙΡΩΝ




Ο Θησέας  που είχε μεγαλώσει με τα κατορθώματα του συγγενή του, Ηρακλή, αλλά και γιατί τον είχε συναντήσει όταν ήταν επτά χρονών όπως είπαμε, θαύμαζε τόσο πολύ τον ημίθεο  σε σημείο που ήθελε να πλησιάσει και εκείνος την δική του αίγλη!
«…οτως κείν το ρακλέους θαυμάζοντι τν ρετήν, κα νύκτωρ νειρος σαν α πράξεις, κα μεθ μέραν ξγεν ατν ζλος κα νηρέθιζε τατ πράττειν διανοούμενον…» ( Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι», Θησεύς, κεφ. 6, παραγρ. 7)
Έτσι αποφασίζει να πάει στην Αθήνα δια ξηράς, και  όπου χρειαστεί, να ελευθερώσει την διαδρομή από τα κακοποιά στοιχεία.
ο Θησεύς εξοντώνει τον Σίνι
Πρώτο κατόρθωμα του νεαρού Θησέα ήταν η εκκαθάριση του Περιφήτη ή  Κορυνήτη στην Επίδαυρο.  Ο Περιφήτης ήταν γιός του Ηφαίστου και της Αντίκλειας και επειδή κρατούσε πάντα ένα ρόπαλο την κορύνη, τον ονόμαζαν και Κορυνήτη. Η κορύνη ήταν ένα ρόπαλο από ξύλο επενδυμένο με χαλκό ή σίδηρο και το χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί άγριων ζώων. Η χρήση του ως πολεμικό όπλο αναφέρεται πολύ αργότερα, όπως και το ειδικό σώμα, είδος φρουρών, που δημιουργήθηκε στην αρχαία Αθήνα.
Ο Περιφήτης είχε αδύνατα πόδια, όπως μας πληροφορεί ο Απολλόδωρος «πόδας σθενείς χων οτος…» ( Απολλόδωρος Βιβλίο Γ΄ κεφ. 16) , στηριζόταν στην κορύνη και με αυτό το ρόπαλο σκότωνε αυτούς που ήθελαν να περάσουν το σημείο που ενέδρευε, στον δρόμο προς την Επίδαυρο. Αυτόν σκότωσε ο Θησέας και πήρε το ρόπαλο (κορύνη) και από τότε το είχε πάντα μαζί του.

 Όταν έφθασε στον Ισθμό της Κορίνθου, εκεί συνάντησε τον Σίνι τον ληστή, τον επονομαζόμενο και Πιτυοκάμπτη. Αυτός κρυβόταν ανάμεσα στα πυκνά πεύκα (πιτύς), εξ’ ού  και το πιτυοκάμπτης, έπιανε τους περαστικούς και τους έδενε από τα χέρια στα λυγισμένα κλαριά των πεύκων, ένα για κάθε χέρι, αφήνοντας μετά τις κλάρες να επανέλθουν στην θέση τους διαμελίζοντας με αυτό τον τρόπο τους άτυχους οδοιπόρους. Η τιμωρία που υπέστη από τον Θησέα ήταν ο ίδιος μαρτυρικός θάνατος που επέβαλλε αυτός στα θύματά του.
Η Φαιά
Τρίτη εξολόθρευση ήταν ο φόνος της Κρομμυώνος Σύς ή αλλιώς Φαιάς, στην Κόρινθο. Η Κρομμυώνα Σύς ήταν ένας θηλυκός αγριόχοιρος που ζούσε  σε ένα φαράγγι κοντά στην  Κρομμυώνα μια μικρή πόλη στην παραλία του Σαρωνικού που ανήκε στην Μεγαρίδα αλλά στην συνέχεια στην Κόρινθο. Ονομαζόταν Φαιά από το όνομα της τροφού της. Ο Απολλόδωρος μας πληροφορεί ότι ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας : «ταύτην τινές χίδνης και Τυφνος λέγουσι» ( Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη,  Επιτομή, κεφ.1,  παράγραφος 1 ), αλλά ο Στράβων μας λέει ότι ήταν μητέρα του Καλυδωνίου Κάπρου. Όπως και νάχει το θηρίο αυτό το εξολόθρευσε ο Θησεύς και έτσι ανακουφίστηκε και η περιοχή  από τις επιθέσεις της, τόσο στους κατοίκους και περαστικούς,  όσο και στις καλλιέργειες.
Βρισκόμενος ακόμη στην Μεγαρική  ο Θησεύς έπρεπε να περάσει από την περιοχή όπου βρίσκονταν οι Σκειρωνίδες πέτρες ένα πολύ επικίνδυνο πέρασμα με απότομο γκρεμό, η σημερινή τοποθεσία της Κακιάς Σκάλας.  Εδώ βρισκόταν ο ληστής Σκείρων και από την εκεί δράση του πήραν οι βράχοι το όνομά του. Αυτός λέγεται πως ήταν γιός  του Ποσειδώνα ή κατ’ άλλους του Πέλοπος όπως μας πληροφορεί ο Απολλόδωρος : « …Σκείρωνα τον Κορίνθιον το Πέλοπος, ς δε νιοι Ποσειδνος …»( Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη,  Επιτομή κεφ.1, παράγραφος 2).


Όμως υπάρχει και μια Τρίτη εκδοχή για το ποιος ήταν ο Σκείρων που αναφέρεται στην μεγαρική παράδοση και τον θέλει να είναι «… ένας αγαθός άνθρωπος, προστάτης των δικαίων και διώκτης των κακοποιών. Η παράδοση αυτή λέει πως είναι εγγονός του Λέλεγος, γιός του Πύλανα ή Πύλα, βασιλιά των Μεγάρων και σύζυγος της κόρης του Πανδίονος. Ο Σκίρων φιλονικούσε με τον αδερφό της γυναίκας του,  Νίσο,  για το ποιος θα κυβερνούσε τα Μέγαρα. Αποφάσισαν να καλέσουν ως διαιτητή τον Αιακό, που τους συμφιλίωσε, αναθέτοντας την πολιτική αρχή στον Νίσο και την στρατιωτική στον Σκείρωνα.» ( Λεξικό του Αρχαίου κόσμου, Ελλάδα-Ρώμη,του Γιάννη Λάμψα,  τόμος Δ ‘ σελ. 539, λήμμα Σκίρων ή Σκείρων, με πηγή από τα Αττικά του Παυσανία κεφ. 39, παράγραφος 6, όπου συγκεκριμένα μας λέει:
«δωδεκάτ δ στερον μετ Κρα τν Φορωνέως γενε λέγουσιν ο Μεγαρες Λέλεγα φικόμενον ξ Αγύπτου βασιλεσαι κα τος νθρώπους κληθναι Λέλεγας π τς ρχς ατο· Κλήσωνος δ το Λέλεγος γενέσθαι Πύλαν, το Πύλα <δ> Σκίρωνα· <τοτον> συνοικσαι Πανδίονος θυγατρί, κα στερον Νίσ τ Πανδίονος ς μφισβήτησιν λθεν περ τς ρχς Σκίρωνα καί σφισιν Αακν δικάσαι, βασιλείαν μν διδόντα Νίσ κα τος πογόνοις, Σκίρωνι δ γεμονίαν εναι πολέμου...»).
Ως ληστής, ο Σκείρων παραμόνευε στο  επικίνδυνο  αυτό πέρασμα και αφού λήστευε τους περαστικούς τους ανάγκαζε να του πλύνουν τα πόδια. Και τότε ενώ εκείνοι σκυμμένοι εκτελούσαν την διαταγή του, εκείνος με μια κλωτσιά τους πέταγε από τον γκρεμό μέσα στην θάλασσα όπου μια τεράστια χελώνα έτρωγε το κομματιασμένο από τα βράχια πτώμα τους.
Όμως η συνάντηση με το Θησέα έμελλε να είναι καθοριστική για την ζωή του ληστή και να λάβει αυτά που του άξιζαν ως τιμωρία για την άγρια και απάνθρωπη δράση του. Αφού λοιπόν τον άρπαξε από τα πόδια, ο Θησέας, τον γκρέμισε στην θάλασσα και είχε το ίδιο τέλος που επεφύλασσε κι’ εκείνος στους  ανύποπτους περαστικούς , γινόμενος τροφή της θηριώδους χελώνας. Έτσι απαλλάχθηκε η περιοχή από την δράση του Σκείρωνα και ο Θησεύς έφθασε στην Ελευσίνα.