«Έστ' ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται».


Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ, μέρος Γ'

Στην μάχη αυτή ο Ηρακλής σκοτώνει τον Εύρυτο και τα παιδιά του, κυριεύει την πόλη και θάβει με τιμές τους νεκρούς από τα στρατεύματά του. Τον Ίππασο γιό του Κήυκα, τον Αργείο και τον Μέλανα που ήταν γιοί του Λικυμνίου.
Στην συνέχεια λεηλατεί την πόλη και παίρνει αιχμάλωτη την Ιόλη. Όταν προσάραξε στο ακρωτήριο της Εύβοιας, Κήναιο, χτίζει βωμό προς τιμή του  Διός Κηναίου. Ήθελε όμως να ολοκληρώσει όπως έπρεπε την τιμή, προσφέροντας και θυσία. Για τον λόγο αυτό στέλνει τον Λίχα, τον κήρυκά του, στην Δηιάνειρα να του δώσει μια λαμπρή στολή. Εκείνη μαθαίνοντας από τον Λίχα τα καθέκαστα περί της μάχης στην Οιχαλία, αλλά κυρίως για την αιχμάλωτη Ιόλη που πήρε μαζί του ο Ηρακλής, θυμήθηκε τα λόγια του Νέσσου και πότισε τον μανδύα με το φίλτρο, από το αίμα και το σπέρμα του, που της είχε δώσει. Στο αίμα του όμως είχε μπει απ’ το τόξο του Ηρακλή, το δηλητήριο οχιάς που είχε χρησιμοποιήσει ο ήρωας για να σκοτώσει την Λερναία Ύδρα. Γιατί ένα από εκείνα τα τόξα χρησιμοποίησε εναντίον του Νέσσου ο Ηρακλής. Και ήταν μοιραίο απ’ εκείνο το δηλητήριο και ο ίδιος μετά από λίγο να βρει τραγικό θάνατο!!!   

Η Δηιάνειρα δίνει τον μανδύα στον Λίχα
Αφού φόρεσε τον μανδύα ο Ηρακλής,  ετοιμάστηκε για να κάνει την θυσία στον πατέρα του Δία. Και όπως περνούσε η ώρα και ο μανδύας θερμαινόταν από το σώμα του ήρωα, το δηλητήριο άρχιζε να επιδρά στο σώμα του και να το σαπίζει. Όταν ο Ηρακλής κατάλαβε πως κάτι συμβαίνει με τον μανδύα στράφηκε προς τον Λίχα, τον οποίο θεώρησε υπεύθυνο και τον ρώτησε με ποια δαιμονική μέθοδο κατάφερε να δηλητηριάσει τον μανδύα. Και όταν εκείνος του απάντησε πως του τον έδωσε ακριβώς όπως τον πήρε από την Δηιάνειρα, ο Ηρακλής τον άρπαξε από το πόδι και τον εκσφενδόνισε πάνω από ένα βράχο της Εύβοιας στην θάλασσα. Ο Λίχας έπεσε πάνω στα βράχια και διαλύθηκε το κρανίο του και από τότε εκείνα τα βραχώδη νησάκια ονομάζονται Λιχάδες. 
Ενώ ο Ηρακλής προσπαθούσε να απαλλαγεί από το θανατηφόρο ρούχο, μέσα σε αφόρητους πόνους καθώς το τραβούσε,όχι μόνο δεν μπορούσε να το βγάλει από το σώμα του, αλλά έκοβε μαζί και τις σάρκες του. Και σ’ αυτή την τραγικότατη κατάσταση στην οποία ήταν,μεταφέρθηκε στην Τραχίνα. 
ο Ηρακλής στον Όλυμπο με την Ήβη
Η Δηιάνειρα μόλις έμαθε τι είχε εν αγνοία της προκαλέσει στον αγαπημένο της άνδρα, μην αντέχοντας το επερχόμενο θάνατό του, κρεμάστηκε. Ο Ηρακλής αφού πήρε την υπόσχεση του Ύλλου, που ήταν ο μεγαλύτερος γιός του απ’ την Δηιάνειρα, ότι μόλις φθάσει σε ηλικία γάμου θα παντρευτεί την Ιόλη, πήγε στην Οίτη, όπου ετοίμασε μια μεγάλη φωτιά. Τότε ανέβηκε πάνω και ζήτησε από τους παρευρισκόμενους να την ανάψουν. Όμως κανείς δεν τολμούσε να βάλει τον δαυλό στον σωρό με τα ξύλα. Ο Ποίας, ένας βοσκός που έψαχνε τα κοπάδια του και τυχαία βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το συμβάν, προσφέρθηκε να την ανάψει. Και τότε ο Ηρακλής του χάρισε τα τόξα του ως ευγνωμοσύνη προς αυτόν και της τόλμης που είχε. 
 Και ενώ μαινόταν η φωτιά και το σώμα του Διογενή ήρωα ήταν παραδομένο στις αχόρταγες φλόγες, ένα σύννεφο ήρθε και στάθηκε ακριβώς πάνω απ’ αυτήν και μια βροντή άρπαξε το σώμα του ήρωα στους ουρανούς.  Η αποθέωση του Ηρακλή ήταν γεγονός. 
Πάνω στον Όλυμπο μαζί με τους αθανάτους Θεούς, αθάνατος πια και αυτός επιτέλους συμφιλιώνεται με την Ήρα. Μάλιστα παίρνει για γυναίκα του την κόρη της Ήβη, την ωραιότερη και νεότερη θεά του Ολύμπου. Μαζί της αποκτά δύο παιδιά. Τον Αλεξιάρη και τον Ανίκητο. 
 Ο Ηρακλής έγινε αθάνατος, έγινε ισάξιος πλέον των Θεών όμως δεν παύει να θεωρείται πως ο θάνατος του ήταν άδικος, άδοξος και πολύ τραγικός. Για έναν άνθρωπο που έφτασε στην γήϊνη ύπαρξή του να υπολογίζεται ως Θεός, να έχει επιτελέσει τεράστιους άθλους, έργα κοινής ωφέλειας για τις τότε ανθρώπινες κοινωνίες, έργα εκπολιτιστικά αλλά και εκκαθαριστικά που ο θετικός αντίκτυπός τους για τους ανθρώπους είναι αναμφισβήτητος, δεν του έπρεπε ένας τέτοιος θάνατος!!!

Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2011

ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ, μέρος Β'



Ενώ λοιπόν ο Ηρακλής προχωρούσε μες την χώρα των Δρυόπων δεν εύρισκε να φάει, ώσπου συναντά τον βοϊδολάτη Θειοδάμαντα και έτσι ο Ηρακλής λύνει ένα βόδι το σφάζει και το τρώει. 
Φτάνοντας στους Τραχίνες βοηθάει τον Κήυκα να νικήσει τους Δρύοπες. Και από εκεί με μια νέα εξόρμηση βοηθά τον βασιλιά των Δωριέων Αιγίμιο στον αγώνα κατά των Λαπιθών.  Και είχε ανοιχθεί αυτή η σύγκρουση εξ’ αιτίας θεμάτων που είχαν να κάνουν με τα σύνορα. Ο αρχηγός των Λαπιθών, Κόρωνος, πολιόρκησε την χώρα του Αιγιμίου που μη βρίσκοντας άλλη βοήθεια απευθύνθηκε στον Ηρακλή τάζοντάς του μέρος της γης του. Όντως ο ήρωας προσέτρεξε στον Αιγίμιο με αποτέλεσμα να σκοτώσει τον Κόρωνο και πολλούς ακόμη Λαπίθες και να παραδώσει την περιοχή όλη, ελεύθερη πλέον στον Αιγίμιο. Ανάμεσα σ’ εκείνους που σκότωσε ο Ηρακλής ήταν και ο Λαογόρας και τα παιδιά του,τους οποίους  ο Διογενής ημίθεος, βρήκε να τρώνε στο Τέμενος του Απόλλωνα. Εκεί τους σκότωσε γιατί είχαν συμμαχήσει με τον Λαπίθη Κόρωνο αλλά και γιατί ήταν ιδιαίτερα αλαζόνες. 

 Στην συνέχεια ο Ηρακλής περνώντας από την Ίτωνο δέχτηκε πρόκληση σε μονομαχία από τον Κύκνο, τον γιό του Θεού Άρη και της Πελοπείας. Στην πάλη εκείνη νικητής βγήκε για ακόμη μια φορά ο ημίθεος. Λέγεται όμως πως ο Απόλλων τον είχε βάλει να σκοτώσει τον Κύκνο γιατί αυτός έκλεβε τις εκατόμβες των θυσιών. Στην πάλη που ακολούθησε ο Ηρακλής είχε μαζί του τόσο τον Ιόλαο όσο και την στήριξη της Θεάς Αθηνάς. Μάλιστα τραυμάτισε και τον Άρη όταν ο τελευταίος βλέποντας νεκρό τον γιό του επιτέθηκε εναντίον του. Στο Ορμένιο συναντά ένοπλο τον Αμύντορα, πατέρα της Αστυδάμειας ο οποίος αρνείται να δώσει την κόρη του στον ημίθεο, γιατί όπως υποστήριζε ήταν ήδη παντρεμένος με την Δηιάνειρα. Όμως ο Ηρακλής τον σκοτώνει και παίρνει την κόρη απ’ την οποία γεννιέται ο γιός του Κτήσιππος.
Στην Τραχίνα της Φθιώτιδος, συγκρότησε στρατό για να επιτεθεί εναντίον της Οιχαλίας με σκοπό να τιμωρήσει τον Εύρυτο ο οποίος δεν είχε δεχθεί τα ανταλλάγματα για την κάθαρση του Ηρακλή από τον φόνο του γιού του Ιφίτου που είχε γκρεμίσει από τα τείχη της Τίρυνθας ο ημίθεος, σε κάποια κρίση μανίας. Ήταν τότε που ο Εύρυτος δεν δέχθηκε να δώσει την Ιόλη στον Ηρακλή, παρ’ όλο που είχε κερδίσει στον αγώνα τόξου που ο Εύρυτος είχε οργανώσει με έπαθλο την κόρη του. Στον στρατό του Ηρακλή συμπεριλαμβάνονταν οι Αρκάδες, οι Μηλιείς της Τραχίνας, αλλά και οι Λοκροί οι Επικνημίδιοι. 
Αυτοί κατοικούσαν δυτικά του Δαφνούντος στο όρος Κνημίς. Ενώ η ανατολική περιοχή που ονομαζόταν Οπουντία Λοκρίς άρχιζε από το όρος Πτώο, ανατολικά της λίμνης Κωπαΐδας, φθάνοντας έως τον Ευβοϊκό κόλπο. Οι Λοκροί που κατοικούσαν ανατολικά του Δαφνούντος, όπου ήταν και η πόλη Οπούς, ονομάζονταν Οπούντιοι.

Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΑΙ ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ, μέρος Α'

Ο Ηρακλής ήρθε στην Καλυδώνα και ζητούσε για γυναίκα του την κόρη του Οινέα, Δηιάνειρα. Λέγεται πως για να παντρευτεί την όμορφη κόρη, ο ημίθεος αναγκάστηκε να παλέψει μα τον Αχελώο που είχε πάρει την μορφή ταύρου και του έσπασε το ένα του κέρατο. Για να πάρει πίσω το κέρατο ο Αχελώος αναγκάστηκε να το εξαγοράσει δίνοντας ως αντίτιμο το γνωστό Κέρας της Αμάλθειας. 
Η Αμάλθεια ήταν κόρη του Αιμονίου και είχε ένα κέρατο ταύρου. Αυτό όπως υποστήριζε ο Φερεκύδης είχε τέτοια δύναμη ώστε παρείχε άφθονο φαγητό ή ποτό σ’ όποιον το επιθυμούσε. Η Αμάλθεια ήταν η κατσίκα που έδωσε το γάλα της στις νύμφες Αδράστεια και Ίδη για να θρέψουν τον Δία. Το κέρας της που με εκείνο έδιναν το γάλα στον πατέρα των Θεών, έγινε το σύμβολο της αφθονίας. Ο Ζεύς από ευγνωμοσύνη προς αυτήν την έκανε αστερισμό και το δέρμα της το χρησιμοποίησε για την κατασκευή της Αιγίδας του. Αλλά και κόρη του Ωκεανού την λένε που μαζί με την αδερφή της Μέλισσα έθρεψαν τον Δία με γάλα κατσίκας και μέλι.
Ο Ηρακλής παντρεύεται την Δηιάνειρα και με την βοήθεια των Καλυδωνίων εκστρατεύει κατά των Θεσπρωτών και καταλαμβάνει την πόλη Εφύρα στην οποία βασιλιάς της είναι ο Φύλας. Εκεί ο Ηρακλής συνευρίσκεται με την αρχοντοπούλα Αστυόχη, απ’ την οποία γεννιέται ο Τληπόλεμος. 
Ενώ βρισκόταν στην Θεσπρωτία μήνυσε στον Θέσπιο να κρατήσει επτά παιδιά του. Απ’ αυτά,τα τρία να τα στείλει στην Θήβα και τα άλλα τέσσερα στην Σαρδηνία  για να την αποικήσουν. Σ’ ένα γλέντι όμως που έκανε με τον πεθερό του Οινέα και ενώ ο υπηρέτης Εύνομος καθώς σερβίρει το κρασί κατά λάθος το χύνει στα χέρια του ήρωα, εκείνος μ’ ένα ράπισμα μόνο, τον σκοτώνει. Ο Αρχιτέλης πατέρας του Εύνομου συγχωρεί τον Ηρακλή καταλαβαίνοντας πως χωρίς να το θέλει έγινε αυτός ο φόνος. Όμως ο ήρωας θέλησε να τιμωρηθεί σύμφωνα με τον νόμο. Έτσι πήγε στην Τραχίνα στον Κήυκα, ως εξόριστος. Πήρε όμως μαζί του και την Δηιάνειρα και καθώς είχαν φθάσει στην Αιτωλία, κοντά στον Εύηνο ποταμό, συναντιούνται με τον Κένταυρο Νέσσο. 



Αυτός καθόταν εκεί και περνούσε τους διαβάτες στην άλλη πλευρά του ποταμού παίρνοντας αντίτιμο γι’ αυτή την εξυπηρέτηση, όπως οι θεοί του είχαν ορίσει γιατί ήταν δίκαιος, όπως εκείνος έλεγε. Ο Ηρακλής φυσικά δεν χρειάστηκε την βοήθειά του, αλλά όμως για την Δηιάνειρα ήταν απαραίτητη. Και όντως έτσι έγινε και την πέρασε στην απέναντι όχθη. Εκεί όμως προσπάθησε να την βιάσει και στις φωνές της για βοήθεια ο Ηρακλής τοξεύει τον Νέσσο και τον βρίσκει η σαϊτιά στην καρδιά. Καθώς όμως εκείνος ξεψυχούσε είπε στην Δηιάνειρα πως αν ήθελε να κρατήσει τον άνδρα της μακριά από απιστίες έπρεπε να πάρει το αίμα του μαζί με το σπέρμα που έπεσε στην γη και αναμιγνύοντάς τα να έφτιαχνε ένα φίλτρο γι’ αυτό τον σκοπό. Πράγματι εκείνη τον πίστεψε και κράταγε μαζί της το μίγμα αυτό αγνοώντας πως το αίμα του Νέσσου είχε δηλητηριαστεί από το τόξο του Ηρακλή.