«Έστ' ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται».


Τετάρτη 14 Ιουλίου 2010

ΔΙΟΜΗΔΗΣ (Μέρος Β' )

Όταν τον έστειλαν μαζί με τον Οδυσσέα και πάλι, να κλέψουν το Παλλάδιο της Αθηνάς ξεγέλασε τον Οδυσσέα και μπήκε μόνος και το αφαίρεσε λέγοντας στον Οδυσσέα ότι αυτό δεν ήταν το γνήσιο, επειδή γνώριζε πολύ καλά την ματαιοδοξία και την πανουργία του Ιθακήσιου βασιλιά. Καθώς γυρνούσαν όμως στις ελληνικές γραμμές ο Οδυσσέας αναγνώρισε από κάποια σημεία πως το Παλλάδιο ήταν το αληθινό και τότε τράβηξε το ξίφος του για να τον σκοτώσει και να πάρει αυτός το Παλλάδιο να το φέρει στους Έλληνες. Ο Διομήδης όμως που κατάλαβε τι πάει να κάνει ο Οδυσσέας έβγαλε και εκείνος το ξίφος του όχι για να τον σκοτώσει αλλά να τον αναγκάσει να προπορεύεται και έτσι με την απειλή του ξίφους και κατά κάποιο τρόπο γελοιοποιώντας τον έφερε τον Οδυσσέα μέχρι το στρατόπεδο. Από αυτό το χαρακτηριστικό επεισόδιο έχει βγει και η γνωστή φράση «Διομήδειος ανάγκη»
Κατά τον επιτάφιο αγώνα που έγινε προς τιμή του Πατρόκλου ο Διομήδης νίκησε χρησιμοποιώντας τα άλογα του Αινεία και πήρε ως βραβείο έναν τρίποδα και μια νεαρή αιχμάλωτη Τρωαδίτισσα. Επίσης μονομάχησε με τον Αίαντα για τα όπλα του Σαρπηδώνα και το ξίφος του Αστεροπαίου, αλλά δεν βγήκε κανένας νικητής και έτσι μοιράσθηκαν τα έπαθλα. Φυσικά δεν θα μπορούσε να είναι απών από την ομάδα που μπήκε μέσα στον Δούρειο Ίππο και μάλιστα ήταν αυτός όπως λένε που έπεισε τον Αντήνορα και παρέδωσε την Τρωάδα.


Εκεί βρήκε τα πράγματα πολύ άσχημα! Η γυναίκα του τον απατούσε όχι μονάχα με τον επίτροπο που είχε αφήσει στην θέση του, τον Κομήτη γιό του Σθενέλου, αλλά και με τον κάθε τυχόντα όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην Ωγυγία ο Σταγειρίτης. Και αυτό ήταν αποτέλεσμα της Αφροδίτης η οποία για να τον εκδικηθεί που την τραυμάτισε έριξε την μανία αυτή στην γυναίκα του. Λέγεται όμως πως ο Οίακας ο αδερφός του Παλαμήδη κατά προτροπή του πατέρα του Ναυπλίου ( λόγω της εκδίκησης που ήθελε να πάρει όπως είπαμε), γυρνούσε και διέβαλε τους αρχηγούς των Ελλήνων στις γυναίκες τους, ότι φέρνουν από την Τροία άλλες γυναίκες. Η γυναίκα του Διομήδη τότε σε συμφωνία με τον Κομήτη τον κυνήγησαν να τον σκοτώσουν και εκείνος κατέφυγε ικέτης στο άσυλο της Ήρας. Από εκεί έφυγε νύκτα στην Ιταλία προς τον Δαύνο.

Άλλοι πάλι λένε ότι όταν έμαθε αυτά που έκανε η γυναίκα του την μίσησε τόσο πολύ ώστε σηκώθηκε και έφυγε. Και ήταν τότε που πήγε στην Καλυδώνα να βοηθήσει τον παππού του Οινέα. Όταν αποκατέστησε τα πράγματα στην Αιτωλία και κατά την διάρκεια της επιστροφής εξ’ αιτίας τρικυμίας βρέθηκε στην Ιταλία. Τότε ο Δαύνος ήταν σε πόλεμο με τους Μεσσαπίους και ζήτησε την βοήθειά του με την υπόσχεση πως θα του δώσει μέρος της γης του και την κόρη του Ευίππη ως γυναίκα. Έτσι βρέθηκε ο Διομήδης να κατέχει στον Αδριατικό κόλπο τα νησιά που καλούνταν από τότε Διομήδους νήσοι. Στους Δωριείς που είχε μαζί του τους μοίρασε την γη που έλαβε ως κέρδος της συμφωνίας με τον Δαύνο.

Από την Ευίππη γέννησε δυο γιούς τον συνώνυμο Διομήδη και τον Αμφίμαχο. Μετά τον θάνατό του τάφηκε εκεί όπου υπάρχουν και δυο επιγράμματα. Ένα αναφερόμενο σ’ αυτόν και το άλλο στην μητέρα του.

« Τον πάντεσι κράτιστον επιχθονίοις Διομήδην,

Ηδ’ ιερά κατέχει νήσος επωνυμίη.»

« Αργεία κυάνοφρυ, συ λεωφόνον Διομηδέα,

Μισγομένη Τυδήϊ Τέκες Καλυδώνιον άνδρα».

Μετά την πτώση της Τροίας ξεκίνησε το ταξίδι της επιστροφής στην Ελλάδα μαζί με τον Νέστορα. Κατ’ αρχήν έφθασαν στην Τένεδο όπου θυσίασαν στον Ποσειδώνα. Από εκεί έπλευσαν στην Λέσβο και ενώ αναρωτιούνταν από ποια πλευρά της Χίου να περάσουν, δεξιά ή αριστερά έφθασε και ο Μενέλαος. Όλοι μαζί ακολούθησαν την δεξιά πορεία και έφθασαν νύκτα στην Εύβοια στην πόλη Γεραιστό όπου και πάλι έκαναν θυσία στον Ποσειδώνα. Εκεί λοιπόν χωρίσθηκαν και ο Διομήδης έπεσε στο ακρωτήριο του Φαλήρου (εκεί όπου ο Ναύπλιος είχε ανάψει φωτιά για να παραπλανήσει τους Έλληνες με σκοπό να τους πνίξει σε εκδίκηση του θανάτου του γιού του Παλαμήδη). Όμως ο Διομήδης σώθηκε και τέλος έφθασε στο Άργος.