«Έστ' ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται».


Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΘΗΣΕΥΣ




Για την γέννησή του Θησέα και το πώς, ήδη έχουμε αναφερθεί. Όσο αφορά την ανατροφή του, αυτή την ανέλαβε ο παππούς του Πιτθέας και ήταν εκείνη που άρμοζε σε βασιλόπαιδα! Μάλιστα ένας εκ των παιδαγωγών του αναφέρεται πως ήταν ο Κοννίδας «νθρωπος  νάρετος και μπειρος τόν ποο τίμησαν ο θηναοι, ναγίζοντες ες ατόν μίαν μέραν πρό τν Θησείων. μοίως  τίμησαν καί τούς ζωγράφους, τον Σιλανίωνα καί Παρράσιον, πειδή ζωγράφησαν την εκόνα ατού.» ( Αθ. Σταγειρίτης «Ωγυγία» μέρος ΣΤ΄ Περί ηρώων της Ελλάδος, κεφ. Ζ΄ περί του Θησέως) .

γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα, στο Μουσείο Kunsthistorich τηςΑυστρίας
Όταν ήταν έφηβος πήγε στους Δελφούς και αφιέρωσε την «θρεπτήριον κόμην», γιατί ήταν συνήθεια να κάνουν αυτή την προσφορά, όπως λένε κάποιοι, αλλοι δε υποστηρίζουν ότι ο Θησέας ήταν εκείνος που έκανε την αρχή για κάτι τέτοιο, αν και επειδή υπάρχει αναφορά για την θρεπτήριο κόμη του Ηρακλή που είναι παλιότερος του Θησέα κατά μερικά έτη, μάλλον περισσότερο με παλαιά συνήθεια των αρχαίων επρόκειτο. Μάλιστα δύο ήταν οι φορές που έκοβαν τα μαλλιά τους οι πρόγονοί μας όπως αναφέρεται. Μία είναι η παραπάνω και άλλη μια όταν υπήρχε πένθος. Έτσι την μεν πρώτη έλεγαν θρεπτήριον την άλλη πένθιμον.


«… τν δ ν Τροιζνι λόγων, ος ς Θησέα λέγουσιν, στν ς ρακλς ς Τροιζνα λθν παρ Πιτθέα καταθετο π τ δείπν το λέοντος τ δέρμα, σέλθοιεν δ παρ ατν λλοι τε Τροιζηνίων παδες κα Θησες βδομον μάλιστα γεγονς τος· τος μν δ λοιπος παδας, ς τ δέρμα εδον, φεύγοντάς φασιν οχεσθαι, Θησέα δ πεξελθόντα οκ γαν σν φόβ παρ τν διακόνων ρπάσαι πέλεκυν κα ατίκα πιέναι σπουδ, λέοντα εναι τ δέρμα γούμενον. [8] δε μν τν λόγων πρτος ς ατόν στι Τροιζηνίοις· δ π τούτ, κρηπδας Αγέα π πέτρ κα ξίφος θεναι γνωρίσματα εναι τ. παιδ κα τν μν ς θήνας ποπλεν, Θησέα δέ, ς κτον κα δέκατον τος γεγόνει, τν πέτραν νώσαντα οχεσθαι [κα] τν παρακαταθήκην τν Αγέως φέροντα. τούτου δ εκν ν κροπόλει πεποίηται το λόγου, χαλκο πάντα μοίως πλν τς πέτρας·…»( Παυσανίας Αττικά, Κεφ. 27, 7)
Εδώ ο Παυσανίας περιγράφει ένα περιστατικό που έλαβε χώρα όταν ο Θησέας ήταν ακόμη ανήλικο παιδί, επτά χρονών. Συγκεκριμένα μας λέει πως όταν είχε περάσει από την Τροιζήνα ο Ηρακλής και ο Πιτθέας τον δέχτηκε για να τον φιλοξενήσει στο παλάτι, ο ημίθεος ακούμπησε το ρόπαλο και την λεοντή του σε μια άκρη για να καθήσει στο δείπνο που του παρέθεσε ο βασιλιάς. Ο Θησέας και κάποια άλλα παιδιά που αντίκρυσαν την λεοντή, την πέρασαν για το αληθινό  θηρίο! Φοβισμένα άρχισαν να τρέχουν να σωθούν εκτός του γιού του Αιγέα, τον Θησέα ο οποίος άρπαξε έναν πέλεκυ και χτυπούσε την λεοντή θέλοντας να σκοτώσει το θηρίο! Αυτό ήταν απόδειξη όχι απλά του θάρρους του αλλά της ιδιαίτερης καταγωγής του !!! Μάλιστα τον θαυμασμό του για το παιδί, είχε τότε εκφράσει και ο ίδιος ο Ηρακλής!

 Στην συνέχεια ο Παυσανίας μας λέει ότι μόλις ο Θησέας έγινε δεκαέξι χρονών τον πληροφόρησε για το κληροδότημα του πατέρα του Αιγέα, και το μέρος όπου είχε αφεθεί αυτό με αποτέλεσμα ο νεαρός Θησεύς να μετακινήσει την πέτρα και να λάβει τα πατρικά κληροδοτήματα ( ξίφος και σανδάλια) και μαζί με αυτά την απόφαση πως ήταν έτοιμος να πάει προς συνάντηση του πατρός του!
«… γρ δ χρόνος κενος νεγκεν νθρώπους χειρν μν ργοις κα ποδν τάχεσι κα σωμάτων ώμαις, ς οικεν, περφυες κα καμάτους, πρς οδν δ τ φύσει χρωμένους πιεικς οδ φέλιμον, λλ βρει τε χαίροντας περηφάν, κα πολαύοντας τς δυνάμεως μότητι κα πικρί, κα τ κρατεν τε κα βιάζεσθαι κα διαφθείρειν τ παραππτον, αδ δ κα δικαιοσύνην κα τ σον κα τ φιλάνθρωπον, ς τολμί το δικεν κα φόβ το δικεσθαι τος πολλος παινοντας, οδν οομένους προσήκειν τος πλέον χειν δυναμένοις…»( Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι», Θησέας κεφ. 6, παραγρ. 4)
Μας  λέει εδώ ο Πλούταρχος πως εκείνους τους καιρούς ζούσαν άνθρωποι που ήταν γιγαντόσωμοι και με μεγάλη σωματική δύναμη, οι οποίοι δεν έκαναν τίποτα παρά επιδείκνυαν την δύναμή τους προς τους ασθενέστερους νομίζοντας πως η η αιδώς και η δικαιοσύνη, η ισότητα και η φιλανθρωπία ήταν για τους κοινούς ανθρώπους αγαθά και όχι γι’αυτούς. Όσοι δεν τολμούσαν να αδικήσουν αλλά φοβούνταν μήπως αδικηθούν δεν ταίριαζαν στην κατηγορία των δυνατών και τολμηρών.
Αυτούς τους ανθρώπους εκκαθάριζε ο Ηρακλής ο οποίος τον καιρό του Θησέα έλειπε στην Λυδία δούλος της Ομφάλης αυτοτιμωρούμενος για τον φόνο του Ιφύτου. Και έτσι οι αλλαζόνες εκείνοι άνθρωποι είχαν και πάλι κυριαρχήσει σε πολλά σημεία της Ελλαδικής, με αποτέλεσμα να αποτελούν μεγάλο κακό για πολλούς τόπους. Όταν λοιπόν γνωστοποίησε την πρόθεσή του αυτή, στην μητέρα του και τον παππού του, εκείνοι τον συμβούλευσαν να πάει στην Αθήνα δια θαλάσσης επειδή από την ξηρά ο δρόμος ήταν πολύ επικίνδυνος λόγω των διαφόρων ληστών και κακοποιών που υπήρχαν .  Ο Θησέας όμως λόγω του μεγάλου θαυμασμού του προς τον εξάδερφό του Ηρακλή, αλλά και διότι ο θαυμασμός αυτός είχε και μέρος μιας κάποιας ζήλιας, όχι όμως κακής αλλά τέτοιας που λειτουργούσε μέσα του θετικά σε σημείο να θέλει να πετύχει εξ’ίσου κατορθώματα ανάλογα, άξια θαυμασμού που θα τον εξύψωναν στα μάτια των συνανθρώπων του, ουδόλως θέλησε να ακολουθήσει τις προτροπές του παππού του και της μητέρας του. Θα πήγαινε λοιπόν από την στεριά γιατί έτσι άρμοζε σε έναν πραγματικό άνδρα.