Για την γέννησή του Θησέα και το πώς, ήδη έχουμε αναφερθεί. Όσο αφορά την
ανατροφή του, αυτή την ανέλαβε ο παππούς του Πιτθέας και ήταν εκείνη που άρμοζε
σε βασιλόπαιδα! Μάλιστα ένας εκ των παιδαγωγών του αναφέρεται πως ήταν ο
Κοννίδας «ἄνθρωπος ἐνάρετος
και ἔμπειρος
τόν ὁποῖο
ἐτίμησαν
οἱ Ἀθηναῖοι,
ἐναγίζοντες
εἰς
αὐτόν
μίαν ἡμέραν
πρό τῶν
Θησείων. Ὁμοίως ἐτίμησαν
καί τούς ζωγράφους, τον Σιλανίωνα καί Παρράσιον, ἐπειδή
ἐζωγράφησαν
την εἰκόνα
αὐτού.»
( Αθ. Σταγειρίτης «Ωγυγία» μέρος ΣΤ΄ Περί ηρώων της Ελλάδος, κεφ. Ζ΄ περί του
Θησέως) .
γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα, στο Μουσείο Kunsthistorich τηςΑυστρίας
|
Όταν ήταν έφηβος πήγε στους Δελφούς και αφιέρωσε την «θρεπτήριον κόμην»,
γιατί ήταν συνήθεια να κάνουν αυτή την προσφορά, όπως λένε κάποιοι, αλλοι δε
υποστηρίζουν ότι ο Θησέας ήταν εκείνος που έκανε την αρχή για κάτι τέτοιο, αν
και επειδή υπάρχει αναφορά για την θρεπτήριο κόμη του Ηρακλή που είναι
παλιότερος του Θησέα κατά μερικά έτη, μάλλον περισσότερο με παλαιά συνήθεια των
αρχαίων επρόκειτο. Μάλιστα δύο ήταν οι φορές που έκοβαν τα μαλλιά τους οι
πρόγονοί μας όπως αναφέρεται. Μία είναι η παραπάνω και άλλη μια όταν υπήρχε
πένθος. Έτσι την μεν πρώτη έλεγαν θρεπτήριον την άλλη πένθιμον.
«…
τῶν
δὲ ἐν
Τροιζῆνι
λόγων, οὓς
ἐς
Θησέα λέγουσιν, ἐστὶν
ὡς
Ἡρακλῆς
ἐς
Τροιζῆνα
ἐλθὼν
παρὰ
Πιτθέα καταθεῖτο
ἐπὶ
τῷ
δείπνῳ
τοῦ
λέοντος τὸ
δέρμα, ἐσέλθοιεν
δὲ
παρ᾽
αὐτὸν
ἄλλοι
τε Τροιζηνίων παῖδες
καὶ
Θησεὺς
ἕβδομον
μάλιστα γεγονὼς
ἔτος·
τοὺς
μὲν
δὴ
λοιποὺς
παῖδας,
ὡς
τὸ
δέρμα εἶδον,
φεύγοντάς φασιν οἴχεσθαι,
Θησέα δὲ ὑπεξελθόντα
οὐκ
ἄγαν
σὺν
φόβῳ
παρὰ
τῶν
διακόνων ἁρπάσαι
πέλεκυν καὶ
αὐτίκα
ἐπιέναι
σπουδῇ,
λέοντα εἶναι
τὸ
δέρμα ἡγούμενον.
[8] ὅδε
μὲν
τῶν
λόγων πρῶτος
ἐς
αὐτόν
ἐστι
Τροιζηνίοις· ὁ
δὲ ἐπὶ
τούτῳ,
κρηπῖδας
Αἰγέα
ὑπὸ
πέτρᾳ
καὶ
ξίφος θεῖναι
γνωρίσματα εἶναι
τῷ.
παιδὶ
καὶ
τὸν
μὲν
ἐς
Ἀθήνας
ἀποπλεῖν,
Θησέα δέ, ὡς
ἕκτον
καὶ
δέκατον ἔτος
ἐγεγόνει,
τὴν
πέτραν ἀνώσαντα
οἴχεσθαι
[καὶ]
τὴν
παρακαταθήκην τὴν
Αἰγέως
φέροντα. τούτου δὲ
εἰκὼν
ἐν
ἀκροπόλει
πεποίηται τοῦ
λόγου, χαλκοῦ
πάντα ὁμοίως
πλὴν
τῆς
πέτρας·…»( Παυσανίας Αττικά, Κεφ. 27, 7)
Εδώ ο Παυσανίας περιγράφει ένα περιστατικό που έλαβε χώρα όταν ο Θησέας
ήταν ακόμη ανήλικο παιδί, επτά χρονών. Συγκεκριμένα μας λέει
πως όταν είχε περάσει από την Τροιζήνα ο Ηρακλής και ο Πιτθέας τον δέχτηκε για
να τον φιλοξενήσει στο παλάτι, ο ημίθεος ακούμπησε το ρόπαλο και την λεοντή του
σε μια άκρη για να καθήσει στο δείπνο που του παρέθεσε ο βασιλιάς. Ο Θησέας και
κάποια άλλα παιδιά που αντίκρυσαν την λεοντή, την πέρασαν για το αληθινό θηρίο! Φοβισμένα άρχισαν να τρέχουν να σωθούν
εκτός του γιού του Αιγέα, τον Θησέα ο οποίος άρπαξε έναν πέλεκυ και χτυπούσε
την λεοντή θέλοντας να σκοτώσει το θηρίο! Αυτό ήταν απόδειξη όχι απλά του
θάρρους του αλλά της ιδιαίτερης καταγωγής του !!! Μάλιστα τον θαυμασμό του για
το παιδί, είχε τότε εκφράσει και ο ίδιος ο Ηρακλής!
Στην συνέχεια ο Παυσανίας μας λέει ότι μόλις ο Θησέας
έγινε δεκαέξι χρονών τον πληροφόρησε για το κληροδότημα του πατέρα του Αιγέα,
και το μέρος όπου είχε αφεθεί αυτό με αποτέλεσμα ο νεαρός Θησεύς να μετακινήσει
την πέτρα και να λάβει τα πατρικά κληροδοτήματα ( ξίφος και σανδάλια) και μαζί
με αυτά την απόφαση πως ήταν έτοιμος να πάει προς συνάντηση του πατρός του!
«…ὁ γὰρ δὴ χρόνος ἐκεῖνος ἤνεγκεν ἀνθρώπους χειρῶν μὲν ἔργοις καὶ ποδῶν τάχεσι καὶ σωμάτων ῥώμαις, ὡς ἔοικεν, ὑπερφυεῖς καὶ ἀκαμάτους, πρὸς οὐδὲν δὲ τῇ φύσει χρωμένους ἐπιεικὲς οὐδὲ ὠφέλιμον, ἀλλ᾽ ὕβρει τε χαίροντας ὑπερηφάνῳ, καὶ ἀπολαύοντας τῆς δυνάμεως ὠμότητι καὶ πικρίᾳ, καὶ τῷ κρατεῖν τε καὶ βιάζεσθαι καὶ διαφθείρειν τὸ παραπῖπτον, αἰδῶ δὲ καὶ δικαιοσύνην καὶ τὸ ἴσον καὶ τὸ φιλάνθρωπον, ὡς ἀτολμίᾳ τοῦ ἀδικεῖν καὶ φόβῳ τοῦ ἀδικεῖσθαι τοὺς πολλοὺς ἐπαινοῦντας, οὐδὲν οἰομένους προσήκειν τοῖς πλέον ἔχειν δυναμένοις…»( Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι»,
Θησέας κεφ. 6, παραγρ. 4)
Μας λέει εδώ ο Πλούταρχος πως εκείνους τους καιρούς
ζούσαν άνθρωποι που ήταν γιγαντόσωμοι και με μεγάλη σωματική δύναμη, οι οποίοι
δεν έκαναν τίποτα παρά επιδείκνυαν την δύναμή τους προς τους ασθενέστερους
νομίζοντας πως η η αιδώς και η δικαιοσύνη, η ισότητα και η φιλανθρωπία ήταν για
τους κοινούς ανθρώπους αγαθά και όχι γι’αυτούς. Όσοι δεν τολμούσαν να αδικήσουν
αλλά φοβούνταν μήπως αδικηθούν δεν ταίριαζαν στην κατηγορία των δυνατών και
τολμηρών.
Αυτούς τους
ανθρώπους εκκαθάριζε ο Ηρακλής ο οποίος τον καιρό του Θησέα έλειπε στην Λυδία
δούλος της Ομφάλης αυτοτιμωρούμενος για τον φόνο του Ιφύτου. Και έτσι οι
αλλαζόνες εκείνοι άνθρωποι είχαν και πάλι κυριαρχήσει σε πολλά σημεία της
Ελλαδικής, με αποτέλεσμα να αποτελούν μεγάλο κακό για πολλούς τόπους. Όταν λοιπόν γνωστοποίησε την πρόθεσή του αυτή, στην μητέρα του και τον
παππού του, εκείνοι τον συμβούλευσαν να πάει στην Αθήνα δια θαλάσσης επειδή από
την ξηρά ο δρόμος ήταν πολύ επικίνδυνος λόγω των διαφόρων ληστών και κακοποιών
που υπήρχαν . Ο Θησέας όμως λόγω του
μεγάλου θαυμασμού του προς τον εξάδερφό του Ηρακλή, αλλά και διότι ο θαυμασμός
αυτός είχε και μέρος μιας κάποιας ζήλιας, όχι όμως κακής αλλά τέτοιας που
λειτουργούσε μέσα του θετικά σε σημείο να θέλει να πετύχει εξ’ίσου κατορθώματα
ανάλογα, άξια θαυμασμού που θα τον εξύψωναν στα μάτια των συνανθρώπων του,
ουδόλως θέλησε να ακολουθήσει τις προτροπές του παππού του και της μητέρας του.
Θα πήγαινε λοιπόν από την στεριά γιατί έτσι άρμοζε σε έναν πραγματικό άνδρα.