«Έστ' ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται».


Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2010

Η ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΣΤΗΝ ΤΡΟΙΑ


Εν τω μεταξύ τα τρία χρόνια πέρασαν, ο Ηρακλής έγινε καλά από την αρρώστια εξ’ αιτίας του φόνου του Ιφίτου, και  ετοίμασε την εκστρατεία στην Τροία. Γιατί, όπως παραπάνω αναφέρθηκε,  ο Ηρακλής είχε εξαπατηθεί από τον Λαομέδοντα τον βασιλιά της πόλης, όταν έσωσε την κόρη του Ησιόνη από το θαλάσσιο κήτος με αντίδωρο τα άλογα που ο Δίας είχε δώσει στον βασιλιά για την απαγωγή του Γανυμήδη, κάτι που ο Λαομέδων δεν τήρησε, με αποτέλεσμα ο Ηρακλής να υποσχεθεί πως θα έρθει κάποια στιγμή να τον τιμωρήσει. Αυτό συνέβη κατά τον ένατο άθλο που αφορούσε την ζώνη της Ιππολύτης.
Δεκαοκτώ πεντηκοντόρους είχε ο στόλος του και στρατό που αποτελείτο από τους πιο γενναίους άνδρες, πολεμιστές,  αλλά και εθελοντές. Μόλις έφθασε στην Τροία άφησε τον Οϊκλή να φυλάει τα πλοία στην ακτή και αυτός με τους άνδρες του,  βάδισε εναντίον της πόλης της Τροίας.

«…ἑξς δ ικλέους το μφιαράου πατρς μνμά στιν, ε γε δ πέλαβεν ατν τ χρεν ν ρκαδί κα μ τς π Λαομέδοντα ρακλε στρατείας μετασχόντα…» (Παυσανίου Αρκαδικά, κεφ.36, παραγρ.6)

 Και τότε, ο Λαομέδων, ο βασιλιάς της πόλης,  καταφθάνει στην ακτή όπου ήταν προσαραγμένα τα πλοία, με μεγάλο στρατό. Εκεί σκοτώνει τον Οϊκλή και συγκρούεται με τους άνδρες του Ηρακλή. Κατά την μάχη η υπεροχή του γιού του Διός και των γενναίων ανδρών του, ήταν καταφανής με αποτέλεσμα να υποχωρήσει πίσω από τα τείχη της πόλης ο Λαομέδων, όπου και πολιορκείτε από τον Ηρακλή. Αλλά  ο Τελαμών γκρεμίζει μέρος των τειχών και εισβάλλει στην πόλη. Βλέποντάς τον ο Ηρακλής να μπαίνει πρώτος στην πολιορκημένη πόλη της Τροίας, επιτέθηκε εναντίον του κραδαίνοντας το ξίφος του, επειδή κανείς δεν ήθελε να φανεί ανώτερός του. Ο Τελαμών που είχε γνώση αυτής της έκρηξης θυμού που συχνά διέκρινε τον ήρωα, άρχισε να μαζεύει πέτρες και να τις στοιβάζει δίπλα του. Με απορία  ο Ηρακλής τον ρώτησε γιατί το κάνει αυτό,  για να πάρει την απάντηση από τον Τελαμώνα πως :  φτιάχνει βωμό προς τιμή του Καλλινίκου Ηρακλέους. Έτσι, κολακευμένος ο Ηρακλής,  επαινεί τον Τελαμώνα για την πράξη του και ξεχνώντας τον θυμό του προς εκείνον,  συνεχίζει την μάχη,  κατά την διάρκεια της οποίας,  σκοτώνει τον Λαομέδοντα και τα παιδιά του εκτός από τον Ποδάρκη.

«…συνιδν δ τοτο Τελαμν λίθους πλησίον κειμένους συνήθροιζε, το δ ρομένου τί πράττοι βωμν επεν ρακλέους κατασκευάζειν καλλινίκου. δ παινέσας; ς ελε τν πόλιν, κατατοξεύσας Λαομέδοντα κα τος παδας ατο χωρς Ποδάρκου, Τελαμνι ριστεον σιόνην τν Λαομέδοντος θυγατέρα δίδωσι…»(Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη,  Βιβλίο Β΄, κεφ.6, παραγρ.4)
Στον Τελαμώνα,  ευγνωμονώντας τον για την συμμετοχή του στην νίκη αυτή, δίνει ως σύζυγο, την κόρη του Λαομέδοντα Ησιόνη,  λέγοντάς της πως είχε το δικαίωμα να σώσει όποιον ήθελε από τους αιχμαλώτους. Τότε εκείνη επιλέγει τον αδερφό της Ποδάρκη, αλλά ο Ηρακλής της λέει ότι: πρώτα πρέπει να γίνει δούλος και μετά εκείνη να πληρώσει για να τον πάρει. Η Ησιόνη αμέσως βγάζει το πέπλο από το κεφάλι της και το δίδει ως αντίτιμο για την απόκτησή του. Από τότε ο Ποδάρκης λέγεται Πρίαμος,( από το πρίαμαι= εξαγοράζω). Έτσι έμεινε ο Πρίαμος στην Τροία και έγινε βασιλιάς της πόλης.
 «…. δ πιπρασκομένου τν καλύπτραν φελομένη τς κεφαλς ντέδωκεν· θεν Ποδάρκης Πρίαμος κλήθη…» (Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη,  Βιβλίο Β΄, κεφ.6, παραγρ.4)

Στην συνέχεια φεύγοντας από την Τροία έπεσε σε τρικυμία την οποία είχε στείλει η Ήρα, κάτι που εξόργισε τόσο πολύ των Πατέρα των Θεών και ανθρώπων Δία, ο οποίος την κρέμασε από τον Όλυμπο, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην Βιβλιοθήκη του Απολλοδώρου (Βιβλ. Β΄κεφ.7, παραγρ.1).  «…πλέοντος δ π Τροίας ρακλέους ρα χαλεπος πεμψε χειμνας· φ ος γανακτήσας Ζες κρέμασεν ατν ξ λύμπου…»
Τότε παρενέβει ο Ήφαιστος και απελευθερώνει την μητέρα του, κάτι που εξοργίζει τον Δία ο οποίος εκσφενδόνισε  τον Θεό της φωτιάς από τον Όλυμπο με αποτέλεσμα αυτός να πέσει στην Λήμνο. Εκεί τραυματισμένος και στα δυό του πόδια βρήκε περίθαλψη από τους Λήμνιους, τους οποίους τόσο πολύ εκτίμησε,  ώστε έκτοτε έμεινε στο νησί όπου και έφτιαξε το εργαστήρι του στο όρος Μόσυχλο, όπου και έμεινε μόνιμα και είχε για βοηθούς τους Καβείρους τους οποίους λάτρευαν στο νησί.
 « …δη γάρ με κα λλοτ' λεξέμεναι μεματα        
ῥῖψε ποδς τετάγων π βηλο θεσπεσίοιο,
π
ν δ' μαρ φερόμην, μα δ' ελί καταδύντι
κάππεσον
ν Λήμν, λίγος δ' τι θυμς νεν·
νθά με Σίντιες νδρες φαρ κομίσαντο πεσόντα. »
Δηλαδή:
« Επειδή προσπάθησα και άλλη φορά εγώ να σε βοηθήσω,
Μα από το πόδι μ’ άρπαξε (ο Δίας) και μ’ έριξε ίσα κάτου
απ’ τον ουρανό, κι’ όλη μέρα στριφογύρναγα,
ώσπου σαν βράδιασε έπεσα στην Λήμνο μισοζώντανος,
κι’ εκεί οι Σίντιες έτρεξαν να με φροντίσουν αμέσως σαν με βρήκαν…»
Λέει ο Ήφαιστος στην Ήρα, όπως μας αφηγείται ο Όμηρος στην Ιλιάδα  (Ραψωδία Α΄ στιχ.590- 595.)

Πλησιάζοντας την Κώ, ο στόλος του Ηρακλή, οι κάτοικοι του νησιού θεωρώντας πως τα καράβια ήταν πειρατικά, άρχισαν να πετούν πέτρες, εμποδίζοντας την προσάραξή τους. Ο Ηρακλής και οι άνδρες του αφού επέτυχαν την προσάραξη στο νησί, επιτέθηκαν εναντίον τους και το κυρίευσαν. Την ώρα της μάχης,  κατά την οποία ο ημίθεος σκοτώνει τον βασιλιά της Κώ, Ευρύπυλο, γιό της Αστυπάλαιας και του Ποσειδώνα, ο Κώος Χαλκώδωντας τραυματίζει τον Ηρακλή, τον οποίο ο Δίας αρπάζει και έτσι κατάφερε να σωθεί ο ήρωας. Μετά την κατάκτηση του νησιού φτάνει μέσω της Αθήνας στην Φλέγρα ( περιοχή της Καμπανίας) όπου εξοντώνει τους γίγαντες με την βοήθεια των Θεών.
«…ἐτρώθη δ κατ τν μάχην ρακλς π Χαλκώδοντος, κα Δις ξαρπάσαντος ατν οδν παθε. πορθήσας δ Κ κε δι θηνς ες Φλέγραν, κα μετ θεν κατεπολέμησε Γίγαντας…»(Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη,  Βιβλίο Β΄, κεφ.7, παραγρ.1)

Δευτέρα 22 Νοεμβρίου 2010

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΘΗΒΕΣ


Αντίκλεια και στα δεξιά ο πατέρας της Αυτόλυκος
Μετά την ολοκλήρωση των άθλων αυτών  ο Ευρυσθέας διώχνει τον Ηρακλή εμένοντας στην απόφασή του πως εκείνος είναι ο νόμιμος διάδοχος του Βασιλείου της Τίρυνθος. Και ο ημίθεος αναγκάζεται να επιστρέψει στην Θήβα όπου αφού ήταν παντρεμένος με την Μεγάρα εκεί λογικά ήταν το σπίτι του.
Πιστεύω πως είναι ανάγκη να κάνουμε μια παρένθεση εδώ, διότι από τον Παυσανία στα Αρκαδικά ( κεφ. 14, παραγρ.2), πληροφορούμεθα ότι ο ημίθεος πριν πάει στην Θήβα είχε προσφύγει στην περιοχή του Φενεού: «…δ ρακλς ληθε λόγ παρ τος Φενεάτας μετκησε, πείθοιτο ν τις διωχθέντα κ Τίρυνθος π Ερυσθέως ατν οκ ατίκα ς Θήβας, πρότερον δ ς Φενεν φικέσθαι…»   
Εδώ λοιπόν, λέγεται πως έκανε ένα ακόμη έργο αντιπλημμυρικό, ένα όρυγμα πενήντα σταδίων μάκρους και βάθους τριάντα πόδων, απ’  όπου έφευγαν τα νερά του παρακείμενου ποταμού Όλβιου, ο οποίος από κάποιους Αρκάδες ονομαζόταν Αροάνιος. Φυσικά διόλου τυχαία δεν βρέθηκε στην περιοχή αυτή ο Ηρακλής αφού θεωρείτε γεννέτηρα της γιαγιάς του, μητέρας του Αμφιτρύωνα την οποία ο Παυσανίας ονομάζει Λαονόμη κόρη του Γούνεω, η οποία με τον Αλκαίο του Περσέα, γεννά τον Αμφιτρύωνα:
«…δι μέσου δ ρυξεν ρακλς το Φενεατν πεδίου , εμα εναι τ ποταμ τ λβί, ν τινα ροάνιον ρκάδων καλοσιν τεροι κα οκ λβιον: μκος μν το ρύγματος στάδιοι πεντήκοντά εσι, βάθος δέ, σον μ πεπτωκός στιν ατο, κα ς τριάκοντα καθήκει πόδας. ο μν ταύτ γε τι κάτεισιν ποταμός, λλ ς τ εμα πεχώρησεν αθις τ ρχαον, καταλιπν [λυτρον] το ρακλέους τ ργον…» (Παυσανίου  Αρκαδικά,κεφ. 14, παραγρ.3),
Στην συνέχεια  ο Ηρακλής επιστρέφει στις Θήβες όπου δίνει στον Ιόλαο για γυναίκα του, την Μεγάρα την κόρη του Κρέοντα των Θηβών, την οποία ο βασιλιάς της πόλης είχε δώσει στον Ηρακλή ως τιμητικό δώρο για την νίκη του επί των εχθρών των Θηβαίων, των Μινύων. Ο ήρωας έπραξε έτσι,  εξ’ αιτίας του φόβου του μήπως επαναληφθεί το κακό που είχε διαπράξει με τον φόνο των παιδιών του, γι’ αυτό και  απέφυγε να μείνει πλέον μαζί της και  την πάντρεψε με τον Ιόλαο.  Όμως ο Ηρακλής ήθελε να παντρευτεί ξανά, και για τον λόγο αυτό πήγε στην Οιχαλία όπου ο τύραννος  Εύρυτος είχε διακηρύξει πως όποιος νικήσει στην τοξοβολία, αυτόν και τους γιούς του,  θα του έδινε ως γυναίκα  την όμορφη Ιόλη. Όντως ο Ηρακλής τους νίκησε, αλλά δεν του δόθηκε η Ιόλη,  επειδή τόσο ο τύραννος Εύρυτος όσο και τα παιδιά του, εκτός από τον ένα του γιό τον μεγαλύτερο, τον Ίφιτο, δεν συμφωνούσαν σ’ αυτόν τον γάμο με την αιτιολογία πως μπορεί ο Ηρακλής να σκοτώσει τα παιδιά που θα κάνει με την Ιόλη, όπως είχε κάνει και με τα παιδιά που είχε αποκτήσει απ’ την Μεγάρα. Να σημειώσουμε εδώ πως ο Εύρυτος ήταν εγγονός του Απόλλωνος και είχε λάβει δώρο από τον Θεό ένα τόξο. Φυσικά ήταν άριστος τοξότης και μάλιστα ήταν αυτός που δίδαξε την τέχνη της τοξοβολίας στον Ηρακλή. Το θεϊκό τόξο  κληρονόμησε ο Ίφιτος ο οποίος το δώρησε στον Οδυσσέα και είναι το περίφημο τόξο με το οποίο ο ομηρικός ήρωας σκοτώνει τους μνηστήρες της γυναίκας του Πηνελόπης. Τον Εύρυτο διεκδικούν ως τοπικό ήρωά τους αρκετές περιοχές που έχουν την ονομασία Οιχαλία ( Μεσσηνία, Θεσσαλία, Εύβοια αλλά και Αιτωλία) εδώ στην Αιτωλία οι Ευρυτάνες φαίνεται να έχουν τις περισσότερες πιθανότητες αφού υποστηρίζουν πως σε αυτόν οφείλεται η ονομασία της περιοχής τους, Ευρυτανία.
«…ἀφικόμενος ον ες Οχαλίαν κα τ τοξικ κρείττων ατν γενόμενος οκ τυχε το γάμου, φίτου μν το πρεσβυτέρου τν παίδων λέγοντος διδόναι τ ρακλε τν όλην, Ερύτου δ κα τν λοιπν παγορευόντων κα δεδοικέναι λεγόντων μ τεκνοποιησάμενος τ γεννηθησόμενα πάλιν ποκτείν…» ( Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, βιβλίο Β΄ κεφ.6, παραγρ.1)
Μετά όμως από λίγο καιρό έγινε μια κλοπή αγέλης βοδιών στην Εύβοια, από τον Αυτόλυκο. Αυτός ήταν γιος του θεού Ερμή και της Χιόνης ή του Δαιδαλίωνα και της Φιλωνίδας. Ο Αυτόλυκος ήταν δίδυμος αδελφός του Φιλάμμωνα. Νυμφεύθηκε την Αμφιθέα ή τη Νεαίρα και απέκτησαν την Αντίκλεια, τη μητέρα του Οδυσσέα. Παιδιά του Αυτολύκου ήταν επίσης,  η Πολυμήδη, μητέρα του Ιάσονα, και ο Αίσιμος. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Αυτόλυκος είχε σύζυγό του τη Μήστρα, κόρη του Ερυσίχθονα. Ο Αυτόλυκος ζούσε στον Παρνασσό και έλαβε μέρος στην Αργοναυτική Εκστρατεία. Επίσης είναι αυτός που έδωσε το όνομα στο μωρό της κόρης του Αντίκλειας, τον  Οδυσσέα,  ως παππούς του. Ο Αυτόλυκος είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του Ερμή την ικανότητα να κλέβει και να μεταμορφώνει τα κλεμμένα: Από τον Αμύντορα έκλεψε ένα χάλκινο κράνος και το δώρισε στον Οδυσσέα, που το φορούσε στη νυχτερινή εισβολή του μαζί με τον Διομήδη στην πόλη της Τροίας. Ο Αυτόλυκος όμως νικήθηκε από τον Σίσυφο, του οποίου προσπάθησε ανεπιτυχώς να κλέψει τα ζώα.
Επανερχόμενοι στην κλοπή στην Οιχαλία,  ο Εύρυτος κατηγόρησε, για την πράξη αυτή, τον Ηρακλή. Όμως ο Ίφιτος πάλι εναντιώθηκε στον πατέρα του και για να του αποδείξει πως έκανε λάθος πήγε να συναντήσει τον Ηρακλή. Τον βρήκε καθώς γυρνούσε από τις Φερές και τον παρακάλεσε να ψάξουν να βρουν το κοπάδι. Έτσι έφθασαν στην Τίρυνθα όπου ο Ηρακλής τον φιλοξένησε εκεί. Όμως εν τω μεταξύ τον έπιασε μανία ( μάλλον η συνήθης ζήλια της Ήρας ήταν που μπήκε πάλι στην μέση να δημιουργήσει προβλήματα στον ήρωα), και έριξε από το τείχος της Τίρυνθας τον Ίφιτο τον οποίο και σκότωσε. «…ρακλς δ πισχνεται· κα ξενίζει μν ατόν, μανες δ αθις π τν Τιρυνθίων ρριψεν ατν τειχν...» ( Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, βιβλίο Β΄ κεφ.6, παραγρ.2)
Για να καθαρθεί από τον φόνο πήγε στον Νηλέα, τον βασιλιά της Πύλου ο οποίος όμως αρνήθηκε να του προσφέρει την κάθαρση επειδή ήταν φίλος με τον πατέρα του Ιφίτου, τον  Εύρυτο. Έτσι ο Ηρακλής βρέθηκε στις Αμύκλες της Λακεδαίμονας. Εκεί τον εξάγνισε από τον φόνο του Ιφίτου ο Δηίφοβος ο γιός του Ιππολύτου. Αλλά ο Ηρακλής αρρώστησε βαριά από εκείνο τον φόνο, και πήγε στο Μαντείο των Δελφών για να του υποδείξει τι πρέπει να κάνει για να βγάλει από πάνω του το άγος. Το Μαντείο όμως αρνήθηκε να δώσει χρησμό και ο Ηρακλής τότε έκλεψε τον τρίποδα για να φτιάξει δικό του Μαντείο. «…Ἡρακλς τρίποδα πόλλωνα φαιρούμενος…»  ( Παυσανίου Αρκαδικά, κεφ.37, παραγρ.1) και επίσης στα Φωκικά, κεφ.13, παραγρ.8 : «…λέγεται δ π Δελφν ρακλε τ μφιτρύωνος λθόντι π τ χρηστήριον τν πρόμαντιν Ξενόκλειαν οκ θελσαί ο χρν δι το φίτου τν φόνον: τν δ ράμενον τν τρίποδα κ το ναο φέρειν ξω, επεν τε δ τν πρόμαντιν:
λλος ρ' ρακλέης Τιρύνθιος, οχ Κανωβεύς:
πρότερον γρ τι Αγύπτιος ρακλς φίκετο ς Δελφούς. τότε δ μφιτρύωνος τόν τε τρίποδα ποδίδωσι τ πόλλωνι κα παρ τς Ξενοκλείας πόσα δετο διδάχθη. παραδεξάμενοι δ ο ποιητα τν λόγον μάχην ρακλέους πρς πόλλωνα πρ τρίποδος δουσιν…»  Δηλαδή η Ξενόκλεια είπε πως ο Ηρακλής αυτός δεν μοιάζει καθόλου του  συνονόματού του,   που είχε έρθει από την πόλη Κάνωπο της Αιγύπτου, και ο οποίος ήταν ευγενής και  ευσεβέστατος. Αυτός  θεωρείται πως ήταν ο Λύβιος Μάκηρις  ο οποίος από τους Αιγύπτιους και Λυβίους ονομαζόταν Ηρακλής και του οποίου ο γιός  Σάρδος είχε πάει στο νησί Ιχνούσα και έκανε αποικία, το οποίο νησία από τότε εξ’ αυτού ονομάστηκε  Σαρδηνία. Αυτόν τον Μακήριδα εννοεί η Ξενόκλεια,  αφού η παράδοση λέει πως επισκέφτηκε το Μαντείο των Δελφών.  « Σάρδος Μακήριδος, ρακλέους δ πονομασθέντος π Αγυπτίων τε κα Λιβύων…»  , γράφει σχετικά ο Παυσανίας στα Φωκικά ( κεφ.17, παραγρ.2)

 Για την μάχη περί του τρίποδος , του Μαντείου των Δελφών,  με τον Θεό Απόλλωνα, διαβάζουμε και στον Απολλόδωρο:

«…μ χρησμδούσης δ ατ τς Πυθίας τόν τε ναν συλν θελε, κα τν τρίποδα βαστάσας κατασκευάζειν μαντεον διον. μαχομένου δ ατ πόλλωνος, Ζες ησι μέσον ατν κεραυνόν. κα τοτον διαλυθέντων τν τρόπον, λαμβάνει χρησμν ρακλς, ς λεγεν παλλαγν ατ τς νόσου σεσθαι πραθέντι κα τρία τη λατρεύσαντι κα δόντι ποινν το φόνου τν τιμν Ερύτ…» (Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη,  Βιβλίο Β΄, κεφ.6, παραγρ.2)
Εδώ γίνεται και η μάχη με τον Θεό Απόλλωνα, όπως μας πληροφορεί ο Απολλόδωρος, κατά την οποία ο Ζεύς τους σταματάει ρίχνοντας ανάμεσά τους έναν κεραυνό. Έτσι, μετά απ’ αυτό πήρε χρησμό ο οποίος έλεγε πως έπρεπε να πουληθεί ως δούλος και έτσι να μείνει για τρία χρόνια. Τα δε χρήματα από την αγορά του να δοθούν στον πατέρα του Ιφίτου, τον Εύρυτο.

Ο Ερμής αναλαμβάνει την πώληση του Ηρακλή και τον δίνει τελικώς στην Ομφάλη την βασίλισσα των Λυδών, κόρη του Ιάρδανου. Αυτή είχε γίνει βασίλισσα μετά τον θάνατο του άνδρα της, βασιλιά Τμώλου. Τα χρήματα όμως της αγοράς του Ηρακλή ο Εύρυτος δεν τα δέχτηκε. Στην δούλεψη της Ομφάλης ο Ηρακλής κατάφερε και έπιασε τους Κέρκωπες. Κατά  ελληνική μυθολογία οι Κέρκωπες ήταν δύο αδελφοί, διαβόητοι κλέφτες, ψεύτες και μικροαπατεώνες. Κατάγονταν από την Οιχαλία αλλά ζούσαν συνήθως στη Βοιωτία ή κατ' άλλη εκδοχή κοντά στην `Εφεσο. Διάφορες παραδόσεις θέλουν τα ονόματά τους να είναι, Σίλλος και Τριβαλός  ή `Ωλος και Ευρύβατος ή Ανδούλος και `Ατλαντος  ή Πάσσαλος  και `Ακμων. Ως μητέρα τους αναφέρεται η Ωκεανίδα Θεία ή η Μεμνονίδα ή η Λίμνη ή, σπάνια, η Κερκώπη. Ως πατέρας τους αναφέρεται συνήθως ο Ωκεανός. Το όνομα «Κέρκωπες» ετυμολογείται από τις λέξεις κέρκη (= ουρά) και ωπή. Οι Κέρκωπες, περιοδεύοντας ανά τον κόσμο, εξαπατούσαν τους ανθρώπους.
Ο Διότιμος έχει γράψει γι’αυτούς τους Κέρκωπες, αναφερόμενος στους Ηράκλειους άθλους:

«Κέρκωπες τε πολλά κακά τριδους πατέοντες
«Βοιωτών σίνοντο, γένος δ’έσαν Οιχαλήες.
«Ώλος τ’ Ευρύβατος τε, δύο βαρυδαίμονες άνδρες…»

Αλλά ο Διόδωρος αναφέρει πολλούς ακόμη Κέρκωπες , ληστές και κακούργους, που κατοικούσαν στην Λυδία, και προφανώς αυτούς εξολόθρευσε ο Ηρακλής, αφού η Ομφάλη βασίλευε στην Λυδία της Μ. Ασίας.  Αυτοί οι Κέρκωπες ζούσαν γύρω από την περιοχή της Εφέσου. Για το πόσο κακά  ήταν αυτά τα όντα, διαβάζουμε μια αναφορά του Ομήρου, η οποία έχει σωθεί από τον Σουΐδα :
« Ψεύστας, υπεροπήας, αμχανά τ’ εργάσαντας
«Εξαπατήρας πολλήν δ’ επί γαίαν ιόντες
«Ανθρώπους απάτεσκον, αλώμενοι ήματα πάντα»
Όθεν εγένετο και παροιμία, κερκωπίζειν ( σ.σ.αυτός που κάνει απατεωνιές, λέει ψέματα, κλέβει…), και Κερκώπιος αγορά ( σ.σ.Η Αγορά των Αθηνών μεταξύ Αρείου Πάγου και Ακροπόλεως, ένα είδος λαϊκού δημοπρατηρίου, όπου πουλούσαν κυρίως κλοπιμαία) και άλλα τοιαύτα» ( Ωγυγία, Αθ. Σταγειρίτου,  Μέρος Ε΄, βιβλίο Ε΄, κεφ. Ζ΄, «Περί αρχ. Εθνών, τυράννων ή ληστών και τεράτων»)

 Άς δούμε λοιπόν πως ο Ηρακλής τους συνάντησε.
Μια φορά που ο ήρωας κοιμόταν κάτω από ένα δέντρο, την εποχή που ήταν δούλος της Ομφάλης, οι Κέρκωπες πήγαν να του αρπάξουν τα όπλα, ξεχνώντας την υπόμνηση της μητέρας τους να φυλάγονται από τον «Μελάμπυγον» (= μαυρόκωλο). Ο Ηρακλής όμως ξύπνησε εγκαίρως, έπιασε τους δυο κλέφτες από τα πόδια, τους έδεσε σε ένα ξύλο και τους μετέφερε στον ώμο του κρεμασμένους με τα κεφάλια προς τα κάτω. Στον δρόμο, οι Κέρκωπες, καθώς τα κεφάλια τους χτυπούσαν στα πισινά του Ηρακλή, του είπαν ότι πραγματικά συνάντησαν τον «Μελάμπυγον». Ο Ηρακλής τότε γέλασε και τους άφησε ελεύθερους. Μια άλλη παραλλαγή όμως λέει πως ο Ηρακλής τους σκότωσε αλλά ο Δίας τους μεταμόρφωσε σε πιθήκους. ( Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, του Γιάννη Λάμψα, τόμος Γ΄σελ. 122)

Ενώ στον Διόδωρο ( 4,31) διαβάζουμε ότι άλλους τους σκότωσε, κάποιους  άλλους δε, δεμένους σαν ζώα, τους παρέδωσε στην Ομφάλη:
 «… δ´ ρακλς γιασθες κα δουλεύων τ μφάλ τος κατ τν χώραν λστεύοντας κόλασε. τος μν γρ νομαζομένους Κέρκωπας, λστεύοντας κα πολλ κακ διεργαζομένους, ος μν πέκτεινεν, ος δ ζωγρήσας δεδεμένους παρέδωκε τ μφάλ·..»

Σύμφωνα με μεταγενέστερες παραδόσεις οι Κέρκωπες απολιθώθηκαν επειδή θέλησαν να εξαπατήσουν τον ίδιο τον Δία (η πέτρα δειχνόταν κατά την αρχαιότητα σε όσους περνούσαν από τις Θερμοπύλες), ή μεταμορφώθηκαν σε πιθήκους ( η γνωστή κατηγορία των κερκοπιθήκων) — από αυτό πήραν το όνομά τους οι Πιθηκούσες Νήσοι στον κόλπο της Νάπολης.

Στην συνέχεια ο Ηρακλής σκότωσε τον περιβόητο βασιλιά της Αυλίδος, Συλέα και την κόρη του Ξενοδόκη. Αναφέρεται ως γιός του Ποσειδώνος και ως βασιλιάς της Αυλίδος  ανάγκαζε όσους ξένους περνούσαν από την περιοχή, να σκάβουν την γη του. Όταν επεχείρησε να επιβάλει το ίδιο και στον ημίθεο, δυστυχώς γι’ αυτόν, το μόνο που επέτυχε ήταν να βρεί τον θάνατο.  Μάλιστα ο Ευριπίδης από αυτόν τον βασιλιά,  τον Συλέα, εμπνεύστηκε το σατυρικό δράμα « Συλεύς» .
Μετά ο Ηρακλής, πέρασε στο νησί Δολίχη όπου βρήκε το σώμα του Ικάρου να δέρνεται από τα κύματα. Το πήρε και το έθαψε και προς τιμήν του αδικοχαμένου, γιού του Δαιδάλου,  άλλαξε το όνομα του νησιού από Δολίχη σε Ικαρία. Ο Δαίδαλος, πατέρας του Ικάρου και περίφημος αρχιτέκτονας, για να τιμήσει τον Ηρακλή για ότι έκανε προς χάριν του νεκρού του γιού, έφτιαξε στην Πίσα ένα άγαλμα του ήρωα. Όμως ο Ηρακλής βλέποντάς το νόμισε πως ήταν ζωντανό και πετροβολώντας το, το κατέστρεψε.

«…ἐπιτυχν δ ρακλς γνωρίζει τν νεκρόν, κα θαψεν νθα κα νν τι ατ χμα ο μέγα π κρας στν νεχούσης ς τ Αγαον. π δ το κάρου τούτου νομα τε νσος κα περ ατν θάλασσα σχηκε…» (Παυσανίου Βοιωτικά, κεφ. 11, παραγρ. 5)

Όμως ο Ηρακλής είχε ερωτευθεί την Ομφάλη και για να την πλησιάσει φόρεσε γυναικεία ρούχα και μπήκε ανάμεσα στις δούλες της. Από την ένωσή του με την βασίλισσα της Λυδίας γεννήθηκε ο Λάμος. Μάλιστα από μια δούλη έκανε και ένα άλλο παιδί τον Κλεόδαιο.
«…ἡ δ´ μφάλη ποδεχομένη τν νδρείαν τν ρακλέους, κα πυθομένη τίς στι κα τίνων, θαύμασε τν ρετήν, λεύθερον δ´ φεσα κα συνοικήσασα ατ Λάμον γέννησε. προϋπρχε δ τ ρακλε κατ τν τς δουλείας καιρν κ δούλης υἱὸς Κλεόδαιος…» Διόδωρος ( 4,31)
Στην διάρκεια της εκεί βίωσής του ως δούλου, λέγεται πως έγινε η Αργοναυτική εκστρατεία και το κυνήγι του Καλυδωνίου Κάπρου. Ακόμη εκείνη  ήταν η εποχή που ο Θησέας φεύγοντας από την Τροιζήνα έκανε τα κατορθώματα καθαρίζοντας τον Ισθμό της Κορίνθου από τους ληστές.