«Έστ' ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται».


Παρασκευή 8 Νοεμβρίου 2013

ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ : ΚΕΡΚΥΩΝ - ΠΡΟΚΡΟΥΣΤΗΣ



Στην Ελευσίνα υπήρχε ένας άλλος κακοποιός, ο ονομαζόμενος Κερκυών που η παράδοση τον θέλει γιό του Ηφαίστου ή του Ποσειδώνος.  Ο Απολλόδωρος λέει ότι ήταν γιός του Βράγχου και της νύμφης Αγριόπης  που είχε σκοτώσει ακόμη και την κόρη του Αλόπη. Αυτός αδικούσε τους περαστικούς με διάφορους τρόπους  κι’ ένας εξ’ αυτών ήταν  ότι τους ανάγκαζε να παλέψουν μαζί του και έτσι τους σκότωνε. Αυτόν ο Θησέας νίκησε με επιδεξιότητα, όπως αναφέρει  ο Παυσανίας , δηλαδή σηκώνοντάς τον στον αέρα και χτυπώντας τον με δύναμη μετά κάτω στην γη, όπως μας επεξηγεί τον τρόπο ο Απολλόδωρος «Θησεύς δε ατόν μετέωρον ράμενος ρραξεν ες γν.»  (Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη,  Επιτομή, κεφ.1, παράγραφος 3 ).
Μάλιστα ο Παυσανίας για την επιδεξιότητα που έδειξε στην πάλη με τον Κερκυόνα ο Θησεύς, σημειώνει ότι από εκείνον  και μετά άρχισε να διδάσκεται η πάλη ως άθλημα,  αφού έως τότε αυτό που κυρίως μετρούσε σ’ αυτήν ήταν  το μέγεθος και η σωματική δύναμη.  Ακόμη αναφέρει ότι και στις ημέρες του ακόμη το μέρος αυτό της πάλης Θησέα-Κερκυόνα, ονομαζόταν Παλαίστρα του Κερκυόνος και εκεί κοντά ήταν και ο τάφος της Αλόπης .
«…εναι δ Κερκυν λέγεται κα τ λλα δικος ς τος ξένους κα παλαίειν ο βουλομένοις· κα τόπος οτος παλαίστρα κα ς μ καλετο Κερκυόνος, λίγον το τάφου τς λόπης πέχων. λέγεται δ Κερκυν τος καταστάντας ς πάλην διαφθεραι πλν Θησέως, Θησες δ κατεπάλαισεν ατν σοφί τ πλέον· παλαιστικν γρ τέχνην ερε Θησες πρτος κα πάλης κατέστη στερον π κείνου διδασκαλία· πρότερον <δ> χρντο μεγέθει μόνον κα ώμ πρς τς πάλας…» ( Παυσανίας Αττικά, κεφ. 39, παραγ. 3).

 Στην Ελευσίνα και συγκεκριμένα στην θέση Ερινεός βρισκόταν ένας άλλος κακοποιός ο Πολυπήμων ή Προκρούστης. Σ’ αυτό το σημείο ο ποταμός Κηφισός ρέει πολύ ορμητικός  και στην θέση Ερινεός που αναφέρει, λέει πως είναι το σημείο όπου ο Πλούτων ανέβηκε στην γη και άρπαξε την  κόρη της Θεάς Δήμητρας, την Περσεφόνη .
Ο Απολλόδωρος αναφέρει τον Πολυπήμονα και με την επωνυμία Δαμάστης  και όχι Προκρούστης όπως ο Παυσανίας. Επεξηγεί μάλιστα με ποιόν τρόπο αυτός ο κακοποιός-φονιάς σκότωνε τα θύματά του:
« οτος την οκησιν χων παρ’  δόν στόρεσε δύο κλίνας, μίαν μέν μικράν, τέραν δέ μεγάλην, καί τούς παριόντας πί ξένια καλν τούς μέν βραχες π τς μεγάλης κατακλίνων σφύρας τυπτεν, ν’ ξισωθσι τ  κλίν , τούς δέ μεγάλους πί τς μικρς, καί  τά περέχοντα το σώματος πέπριζε…»( Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη,  Επιτομή, κεφ.1 , παράγραφος 4).
Δηλαδή, αυτός κατοικούσε κοντά στο πέρασμα  για την Αθήνα και είχε σκαλίσει δύο κρεβάτια, ένα μικρό και ένα μεγάλο και καλούσε σε φιλοξενία όποιον περνούσε από εκεί. Ξάπλωνε λοιπόν τους μικρόσωμους στο μεγάλο κρεβάτι και τους χτυπούσε με σφυριά για να έρθουν ίσα-ίσα με το μέγεθος του κρεβατιού, ενώ τους μεγαλόσωμους τους έβαζε στο μικρό και έκοβε τα μέλη του σώματος που προεξείχαν. Και με τον θάνατον αυτού ο Θησέας καθάρισε την διαδρομή Τροιζήνας – Αθηνών από κάθε ληστή και κακοποιό! Έτσι επιτέλους ο Θησεύς φθάνει στην Αθήνα όπου βασιλεύει ο πατέρας του Αιγεύς!


Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

ΤΑ ΚΑΤΟΡΘΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ : ΠΕΡΙΦΗΤΗΣ - ΣΙΝΙΣ - ΦΑΙΑ - ΣΚΕΙΡΩΝ




Ο Θησέας  που είχε μεγαλώσει με τα κατορθώματα του συγγενή του, Ηρακλή, αλλά και γιατί τον είχε συναντήσει όταν ήταν επτά χρονών όπως είπαμε, θαύμαζε τόσο πολύ τον ημίθεο  σε σημείο που ήθελε να πλησιάσει και εκείνος την δική του αίγλη!
«…οτως κείν το ρακλέους θαυμάζοντι τν ρετήν, κα νύκτωρ νειρος σαν α πράξεις, κα μεθ μέραν ξγεν ατν ζλος κα νηρέθιζε τατ πράττειν διανοούμενον…» ( Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι», Θησεύς, κεφ. 6, παραγρ. 7)
Έτσι αποφασίζει να πάει στην Αθήνα δια ξηράς, και  όπου χρειαστεί, να ελευθερώσει την διαδρομή από τα κακοποιά στοιχεία.
ο Θησεύς εξοντώνει τον Σίνι
Πρώτο κατόρθωμα του νεαρού Θησέα ήταν η εκκαθάριση του Περιφήτη ή  Κορυνήτη στην Επίδαυρο.  Ο Περιφήτης ήταν γιός του Ηφαίστου και της Αντίκλειας και επειδή κρατούσε πάντα ένα ρόπαλο την κορύνη, τον ονόμαζαν και Κορυνήτη. Η κορύνη ήταν ένα ρόπαλο από ξύλο επενδυμένο με χαλκό ή σίδηρο και το χρησιμοποιούσαν οι κυνηγοί άγριων ζώων. Η χρήση του ως πολεμικό όπλο αναφέρεται πολύ αργότερα, όπως και το ειδικό σώμα, είδος φρουρών, που δημιουργήθηκε στην αρχαία Αθήνα.
Ο Περιφήτης είχε αδύνατα πόδια, όπως μας πληροφορεί ο Απολλόδωρος «πόδας σθενείς χων οτος…» ( Απολλόδωρος Βιβλίο Γ΄ κεφ. 16) , στηριζόταν στην κορύνη και με αυτό το ρόπαλο σκότωνε αυτούς που ήθελαν να περάσουν το σημείο που ενέδρευε, στον δρόμο προς την Επίδαυρο. Αυτόν σκότωσε ο Θησέας και πήρε το ρόπαλο (κορύνη) και από τότε το είχε πάντα μαζί του.

 Όταν έφθασε στον Ισθμό της Κορίνθου, εκεί συνάντησε τον Σίνι τον ληστή, τον επονομαζόμενο και Πιτυοκάμπτη. Αυτός κρυβόταν ανάμεσα στα πυκνά πεύκα (πιτύς), εξ’ ού  και το πιτυοκάμπτης, έπιανε τους περαστικούς και τους έδενε από τα χέρια στα λυγισμένα κλαριά των πεύκων, ένα για κάθε χέρι, αφήνοντας μετά τις κλάρες να επανέλθουν στην θέση τους διαμελίζοντας με αυτό τον τρόπο τους άτυχους οδοιπόρους. Η τιμωρία που υπέστη από τον Θησέα ήταν ο ίδιος μαρτυρικός θάνατος που επέβαλλε αυτός στα θύματά του.
Η Φαιά
Τρίτη εξολόθρευση ήταν ο φόνος της Κρομμυώνος Σύς ή αλλιώς Φαιάς, στην Κόρινθο. Η Κρομμυώνα Σύς ήταν ένας θηλυκός αγριόχοιρος που ζούσε  σε ένα φαράγγι κοντά στην  Κρομμυώνα μια μικρή πόλη στην παραλία του Σαρωνικού που ανήκε στην Μεγαρίδα αλλά στην συνέχεια στην Κόρινθο. Ονομαζόταν Φαιά από το όνομα της τροφού της. Ο Απολλόδωρος μας πληροφορεί ότι ήταν κόρη του Τυφώνα και της Έχιδνας : «ταύτην τινές χίδνης και Τυφνος λέγουσι» ( Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη,  Επιτομή, κεφ.1,  παράγραφος 1 ), αλλά ο Στράβων μας λέει ότι ήταν μητέρα του Καλυδωνίου Κάπρου. Όπως και νάχει το θηρίο αυτό το εξολόθρευσε ο Θησεύς και έτσι ανακουφίστηκε και η περιοχή  από τις επιθέσεις της, τόσο στους κατοίκους και περαστικούς,  όσο και στις καλλιέργειες.
Βρισκόμενος ακόμη στην Μεγαρική  ο Θησεύς έπρεπε να περάσει από την περιοχή όπου βρίσκονταν οι Σκειρωνίδες πέτρες ένα πολύ επικίνδυνο πέρασμα με απότομο γκρεμό, η σημερινή τοποθεσία της Κακιάς Σκάλας.  Εδώ βρισκόταν ο ληστής Σκείρων και από την εκεί δράση του πήραν οι βράχοι το όνομά του. Αυτός λέγεται πως ήταν γιός  του Ποσειδώνα ή κατ’ άλλους του Πέλοπος όπως μας πληροφορεί ο Απολλόδωρος : « …Σκείρωνα τον Κορίνθιον το Πέλοπος, ς δε νιοι Ποσειδνος …»( Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη,  Επιτομή κεφ.1, παράγραφος 2).


Όμως υπάρχει και μια Τρίτη εκδοχή για το ποιος ήταν ο Σκείρων που αναφέρεται στην μεγαρική παράδοση και τον θέλει να είναι «… ένας αγαθός άνθρωπος, προστάτης των δικαίων και διώκτης των κακοποιών. Η παράδοση αυτή λέει πως είναι εγγονός του Λέλεγος, γιός του Πύλανα ή Πύλα, βασιλιά των Μεγάρων και σύζυγος της κόρης του Πανδίονος. Ο Σκίρων φιλονικούσε με τον αδερφό της γυναίκας του,  Νίσο,  για το ποιος θα κυβερνούσε τα Μέγαρα. Αποφάσισαν να καλέσουν ως διαιτητή τον Αιακό, που τους συμφιλίωσε, αναθέτοντας την πολιτική αρχή στον Νίσο και την στρατιωτική στον Σκείρωνα.» ( Λεξικό του Αρχαίου κόσμου, Ελλάδα-Ρώμη,του Γιάννη Λάμψα,  τόμος Δ ‘ σελ. 539, λήμμα Σκίρων ή Σκείρων, με πηγή από τα Αττικά του Παυσανία κεφ. 39, παράγραφος 6, όπου συγκεκριμένα μας λέει:
«δωδεκάτ δ στερον μετ Κρα τν Φορωνέως γενε λέγουσιν ο Μεγαρες Λέλεγα φικόμενον ξ Αγύπτου βασιλεσαι κα τος νθρώπους κληθναι Λέλεγας π τς ρχς ατο· Κλήσωνος δ το Λέλεγος γενέσθαι Πύλαν, το Πύλα <δ> Σκίρωνα· <τοτον> συνοικσαι Πανδίονος θυγατρί, κα στερον Νίσ τ Πανδίονος ς μφισβήτησιν λθεν περ τς ρχς Σκίρωνα καί σφισιν Αακν δικάσαι, βασιλείαν μν διδόντα Νίσ κα τος πογόνοις, Σκίρωνι δ γεμονίαν εναι πολέμου...»).
Ως ληστής, ο Σκείρων παραμόνευε στο  επικίνδυνο  αυτό πέρασμα και αφού λήστευε τους περαστικούς τους ανάγκαζε να του πλύνουν τα πόδια. Και τότε ενώ εκείνοι σκυμμένοι εκτελούσαν την διαταγή του, εκείνος με μια κλωτσιά τους πέταγε από τον γκρεμό μέσα στην θάλασσα όπου μια τεράστια χελώνα έτρωγε το κομματιασμένο από τα βράχια πτώμα τους.
Όμως η συνάντηση με το Θησέα έμελλε να είναι καθοριστική για την ζωή του ληστή και να λάβει αυτά που του άξιζαν ως τιμωρία για την άγρια και απάνθρωπη δράση του. Αφού λοιπόν τον άρπαξε από τα πόδια, ο Θησέας, τον γκρέμισε στην θάλασσα και είχε το ίδιο τέλος που επεφύλασσε κι’ εκείνος στους  ανύποπτους περαστικούς , γινόμενος τροφή της θηριώδους χελώνας. Έτσι απαλλάχθηκε η περιοχή από την δράση του Σκείρωνα και ο Θησεύς έφθασε στην Ελευσίνα.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

ΘΗΣΕΥΣ




Για την γέννησή του Θησέα και το πώς, ήδη έχουμε αναφερθεί. Όσο αφορά την ανατροφή του, αυτή την ανέλαβε ο παππούς του Πιτθέας και ήταν εκείνη που άρμοζε σε βασιλόπαιδα! Μάλιστα ένας εκ των παιδαγωγών του αναφέρεται πως ήταν ο Κοννίδας «νθρωπος  νάρετος και μπειρος τόν ποο τίμησαν ο θηναοι, ναγίζοντες ες ατόν μίαν μέραν πρό τν Θησείων. μοίως  τίμησαν καί τούς ζωγράφους, τον Σιλανίωνα καί Παρράσιον, πειδή ζωγράφησαν την εκόνα ατού.» ( Αθ. Σταγειρίτης «Ωγυγία» μέρος ΣΤ΄ Περί ηρώων της Ελλάδος, κεφ. Ζ΄ περί του Θησέως) .

γλυπτό του Αντόνιο Κανόβα, στο Μουσείο Kunsthistorich τηςΑυστρίας
Όταν ήταν έφηβος πήγε στους Δελφούς και αφιέρωσε την «θρεπτήριον κόμην», γιατί ήταν συνήθεια να κάνουν αυτή την προσφορά, όπως λένε κάποιοι, αλλοι δε υποστηρίζουν ότι ο Θησέας ήταν εκείνος που έκανε την αρχή για κάτι τέτοιο, αν και επειδή υπάρχει αναφορά για την θρεπτήριο κόμη του Ηρακλή που είναι παλιότερος του Θησέα κατά μερικά έτη, μάλλον περισσότερο με παλαιά συνήθεια των αρχαίων επρόκειτο. Μάλιστα δύο ήταν οι φορές που έκοβαν τα μαλλιά τους οι πρόγονοί μας όπως αναφέρεται. Μία είναι η παραπάνω και άλλη μια όταν υπήρχε πένθος. Έτσι την μεν πρώτη έλεγαν θρεπτήριον την άλλη πένθιμον.


«… τν δ ν Τροιζνι λόγων, ος ς Θησέα λέγουσιν, στν ς ρακλς ς Τροιζνα λθν παρ Πιτθέα καταθετο π τ δείπν το λέοντος τ δέρμα, σέλθοιεν δ παρ ατν λλοι τε Τροιζηνίων παδες κα Θησες βδομον μάλιστα γεγονς τος· τος μν δ λοιπος παδας, ς τ δέρμα εδον, φεύγοντάς φασιν οχεσθαι, Θησέα δ πεξελθόντα οκ γαν σν φόβ παρ τν διακόνων ρπάσαι πέλεκυν κα ατίκα πιέναι σπουδ, λέοντα εναι τ δέρμα γούμενον. [8] δε μν τν λόγων πρτος ς ατόν στι Τροιζηνίοις· δ π τούτ, κρηπδας Αγέα π πέτρ κα ξίφος θεναι γνωρίσματα εναι τ. παιδ κα τν μν ς θήνας ποπλεν, Θησέα δέ, ς κτον κα δέκατον τος γεγόνει, τν πέτραν νώσαντα οχεσθαι [κα] τν παρακαταθήκην τν Αγέως φέροντα. τούτου δ εκν ν κροπόλει πεποίηται το λόγου, χαλκο πάντα μοίως πλν τς πέτρας·…»( Παυσανίας Αττικά, Κεφ. 27, 7)
Εδώ ο Παυσανίας περιγράφει ένα περιστατικό που έλαβε χώρα όταν ο Θησέας ήταν ακόμη ανήλικο παιδί, επτά χρονών. Συγκεκριμένα μας λέει πως όταν είχε περάσει από την Τροιζήνα ο Ηρακλής και ο Πιτθέας τον δέχτηκε για να τον φιλοξενήσει στο παλάτι, ο ημίθεος ακούμπησε το ρόπαλο και την λεοντή του σε μια άκρη για να καθήσει στο δείπνο που του παρέθεσε ο βασιλιάς. Ο Θησέας και κάποια άλλα παιδιά που αντίκρυσαν την λεοντή, την πέρασαν για το αληθινό  θηρίο! Φοβισμένα άρχισαν να τρέχουν να σωθούν εκτός του γιού του Αιγέα, τον Θησέα ο οποίος άρπαξε έναν πέλεκυ και χτυπούσε την λεοντή θέλοντας να σκοτώσει το θηρίο! Αυτό ήταν απόδειξη όχι απλά του θάρρους του αλλά της ιδιαίτερης καταγωγής του !!! Μάλιστα τον θαυμασμό του για το παιδί, είχε τότε εκφράσει και ο ίδιος ο Ηρακλής!

 Στην συνέχεια ο Παυσανίας μας λέει ότι μόλις ο Θησέας έγινε δεκαέξι χρονών τον πληροφόρησε για το κληροδότημα του πατέρα του Αιγέα, και το μέρος όπου είχε αφεθεί αυτό με αποτέλεσμα ο νεαρός Θησεύς να μετακινήσει την πέτρα και να λάβει τα πατρικά κληροδοτήματα ( ξίφος και σανδάλια) και μαζί με αυτά την απόφαση πως ήταν έτοιμος να πάει προς συνάντηση του πατρός του!
«… γρ δ χρόνος κενος νεγκεν νθρώπους χειρν μν ργοις κα ποδν τάχεσι κα σωμάτων ώμαις, ς οικεν, περφυες κα καμάτους, πρς οδν δ τ φύσει χρωμένους πιεικς οδ φέλιμον, λλ βρει τε χαίροντας περηφάν, κα πολαύοντας τς δυνάμεως μότητι κα πικρί, κα τ κρατεν τε κα βιάζεσθαι κα διαφθείρειν τ παραππτον, αδ δ κα δικαιοσύνην κα τ σον κα τ φιλάνθρωπον, ς τολμί το δικεν κα φόβ το δικεσθαι τος πολλος παινοντας, οδν οομένους προσήκειν τος πλέον χειν δυναμένοις…»( Πλουτάρχου «Βίοι Παράλληλοι», Θησέας κεφ. 6, παραγρ. 4)
Μας  λέει εδώ ο Πλούταρχος πως εκείνους τους καιρούς ζούσαν άνθρωποι που ήταν γιγαντόσωμοι και με μεγάλη σωματική δύναμη, οι οποίοι δεν έκαναν τίποτα παρά επιδείκνυαν την δύναμή τους προς τους ασθενέστερους νομίζοντας πως η η αιδώς και η δικαιοσύνη, η ισότητα και η φιλανθρωπία ήταν για τους κοινούς ανθρώπους αγαθά και όχι γι’αυτούς. Όσοι δεν τολμούσαν να αδικήσουν αλλά φοβούνταν μήπως αδικηθούν δεν ταίριαζαν στην κατηγορία των δυνατών και τολμηρών.
Αυτούς τους ανθρώπους εκκαθάριζε ο Ηρακλής ο οποίος τον καιρό του Θησέα έλειπε στην Λυδία δούλος της Ομφάλης αυτοτιμωρούμενος για τον φόνο του Ιφύτου. Και έτσι οι αλλαζόνες εκείνοι άνθρωποι είχαν και πάλι κυριαρχήσει σε πολλά σημεία της Ελλαδικής, με αποτέλεσμα να αποτελούν μεγάλο κακό για πολλούς τόπους. Όταν λοιπόν γνωστοποίησε την πρόθεσή του αυτή, στην μητέρα του και τον παππού του, εκείνοι τον συμβούλευσαν να πάει στην Αθήνα δια θαλάσσης επειδή από την ξηρά ο δρόμος ήταν πολύ επικίνδυνος λόγω των διαφόρων ληστών και κακοποιών που υπήρχαν .  Ο Θησέας όμως λόγω του μεγάλου θαυμασμού του προς τον εξάδερφό του Ηρακλή, αλλά και διότι ο θαυμασμός αυτός είχε και μέρος μιας κάποιας ζήλιας, όχι όμως κακής αλλά τέτοιας που λειτουργούσε μέσα του θετικά σε σημείο να θέλει να πετύχει εξ’ίσου κατορθώματα ανάλογα, άξια θαυμασμού που θα τον εξύψωναν στα μάτια των συνανθρώπων του, ουδόλως θέλησε να ακολουθήσει τις προτροπές του παππού του και της μητέρας του. Θα πήγαινε λοιπόν από την στεριά γιατί έτσι άρμοζε σε έναν πραγματικό άνδρα.