Εν τω μεταξύ τα τρία χρόνια πέρασαν, ο Ηρακλής έγινε καλά
από την αρρώστια εξ’ αιτίας του φόνου του Ιφίτου, και ετοίμασε την εκστρατεία στην Τροία. Γιατί, όπως
παραπάνω αναφέρθηκε, ο Ηρακλής είχε
εξαπατηθεί από τον Λαομέδοντα τον βασιλιά της πόλης, όταν έσωσε την κόρη του
Ησιόνη από το θαλάσσιο κήτος με αντίδωρο τα άλογα που ο Δίας είχε δώσει στον
βασιλιά για την απαγωγή του Γανυμήδη, κάτι που ο Λαομέδων δεν τήρησε, με
αποτέλεσμα ο Ηρακλής να υποσχεθεί πως θα έρθει κάποια στιγμή να τον τιμωρήσει.
Αυτό συνέβη κατά τον ένατο άθλο που αφορούσε την ζώνη της Ιππολύτης.
Δεκαοκτώ πεντηκοντόρους είχε ο στόλος του και στρατό που
αποτελείτο από τους πιο γενναίους άνδρες, πολεμιστές, αλλά και εθελοντές. Μόλις έφθασε στην Τροία
άφησε τον Οϊκλή να φυλάει τα πλοία στην ακτή και αυτός με τους άνδρες του, βάδισε εναντίον της πόλης της Τροίας.
«…ἑξῆς δὲ Ὀικλέους τοῦ Ἀμφιαράου πατρὸς μνῆμά ἐστιν, εἴ γε δὴ ἐπέλαβεν αὐτὸν τὸ χρεὼν ἐν Ἀρκαδίᾳ καὶ μὴ τῆς ἐπὶ Λαομέδοντα Ἡρακλεῖ στρατείας
μετασχόντα…» (Παυσανίου Αρκαδικά, κεφ.36, παραγρ.6)
Και τότε, ο
Λαομέδων, ο βασιλιάς της πόλης, καταφθάνει στην ακτή όπου ήταν προσαραγμένα τα
πλοία, με μεγάλο στρατό. Εκεί σκοτώνει τον Οϊκλή και συγκρούεται με τους άνδρες
του Ηρακλή. Κατά την μάχη η υπεροχή του γιού του Διός και των γενναίων ανδρών
του, ήταν καταφανής με αποτέλεσμα να υποχωρήσει πίσω από τα τείχη της πόλης ο
Λαομέδων, όπου και πολιορκείτε από τον Ηρακλή. Αλλά ο Τελαμών γκρεμίζει μέρος των τειχών και
εισβάλλει στην πόλη. Βλέποντάς τον ο Ηρακλής να μπαίνει πρώτος στην
πολιορκημένη πόλη της Τροίας, επιτέθηκε εναντίον του κραδαίνοντας το ξίφος του,
επειδή κανείς δεν ήθελε να φανεί ανώτερός του. Ο Τελαμών που είχε γνώση αυτής
της έκρηξης θυμού που συχνά διέκρινε τον ήρωα, άρχισε να μαζεύει πέτρες και να
τις στοιβάζει δίπλα του. Με απορία ο
Ηρακλής τον ρώτησε γιατί το κάνει αυτό, για να πάρει την απάντηση από τον Τελαμώνα πως
: φτιάχνει βωμό προς τιμή του Καλλινίκου
Ηρακλέους. Έτσι, κολακευμένος ο Ηρακλής, επαινεί τον Τελαμώνα για την πράξη του και
ξεχνώντας τον θυμό του προς εκείνον,
συνεχίζει την μάχη, κατά την
διάρκεια της οποίας, σκοτώνει τον
Λαομέδοντα και τα παιδιά του εκτός από τον Ποδάρκη.
«…συνιδὼν δὲ τοῦτο Τελαμὼν λίθους πλησίον κειμένους
συνήθροιζε, τοῦ δὲ ἐρομένου τί πράττοι βωμὸν εἶπεν Ἡρακλέους κατασκευάζειν
καλλινίκου. ὁ δὲ ἐπαινέσας; ὡς εἷλε τὴν πόλιν, κατατοξεύσας Λαομέδοντα
καὶ τοὺς παῖδας αὐτοῦ χωρὶς Ποδάρκου, Τελαμῶνι ἀριστεῖον Ἡσιόνην τὴν Λαομέδοντος θυγατέρα δίδωσι…»(Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Β΄, κεφ.6, παραγρ.4)
Στον Τελαμώνα, ευγνωμονώντας τον για την συμμετοχή του στην
νίκη αυτή, δίνει ως σύζυγο, την κόρη του Λαομέδοντα Ησιόνη, λέγοντάς της πως είχε το δικαίωμα να σώσει
όποιον ήθελε από τους αιχμαλώτους. Τότε εκείνη επιλέγει τον αδερφό της Ποδάρκη,
αλλά ο Ηρακλής της λέει ότι: πρώτα πρέπει να γίνει δούλος και μετά εκείνη να
πληρώσει για να τον πάρει. Η Ησιόνη αμέσως βγάζει το πέπλο από το κεφάλι της
και το δίδει ως αντίτιμο για την απόκτησή του. Από τότε ο Ποδάρκης λέγεται
Πρίαμος,( από το πρίαμαι= εξαγοράζω). Έτσι έμεινε ο Πρίαμος στην Τροία και
έγινε βασιλιάς της πόλης.
«…. ἡ δὲ πιπρασκομένου τὴν καλύπτραν ἀφελομένη τῆς κεφαλῆς ἀντέδωκεν· ὅθεν Ποδάρκης Πρίαμος ἐκλήθη…» (Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Β΄, κεφ.6, παραγρ.4)
Στην συνέχεια φεύγοντας από την Τροία έπεσε σε τρικυμία
την οποία είχε στείλει η Ήρα, κάτι που εξόργισε τόσο πολύ των Πατέρα των Θεών
και ανθρώπων Δία, ο οποίος την κρέμασε από τον Όλυμπο, όπως χαρακτηριστικά
αναφέρεται στην Βιβλιοθήκη του Απολλοδώρου (Βιβλ. Β΄κεφ.7, παραγρ.1). «…πλέοντος δὲ ἀπὸ Τροίας Ἡρακλέους
Ἥρα χαλεποὺς ἔπεμψε χειμῶνας· ἐφ᾽ οἷς ἀγανακτήσας Ζεὺς ἐκρέμασεν αὐτὴν ἐξ Ὀλύμπου…»
Τότε παρενέβει ο Ήφαιστος και απελευθερώνει την μητέρα
του, κάτι που εξοργίζει τον Δία ο οποίος εκσφενδόνισε τον Θεό της φωτιάς από τον Όλυμπο με
αποτέλεσμα αυτός να πέσει στην Λήμνο. Εκεί τραυματισμένος και στα δυό του πόδια
βρήκε περίθαλψη από τους Λήμνιους, τους οποίους τόσο πολύ εκτίμησε, ώστε έκτοτε έμεινε στο νησί όπου και έφτιαξε
το εργαστήρι του στο όρος Μόσυχλο, όπου και έμεινε μόνιμα και είχε για βοηθούς
τους Καβείρους τους οποίους λάτρευαν στο νησί.
« …ἤδη γάρ με καὶ ἄλλοτ' ἀλεξέμεναι μεμαῶτα
ῥῖψε ποδὸς τετάγων ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο,
πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι
κάππεσον ἐν Λήμνῳ, ὀλίγος δ' ἔτι θυμὸς ἐνῆεν·
ἔνθά με Σίντιες ἄνδρες ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα. »
ῥῖψε ποδὸς τετάγων ἀπὸ βηλοῦ θεσπεσίοιο,
πᾶν δ' ἦμαρ φερόμην, ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι
κάππεσον ἐν Λήμνῳ, ὀλίγος δ' ἔτι θυμὸς ἐνῆεν·
ἔνθά με Σίντιες ἄνδρες ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα. »
Δηλαδή:
«
Επειδή προσπάθησα και άλλη φορά εγώ να σε βοηθήσω,
Μα από
το πόδι μ’ άρπαξε (ο Δίας) και μ’ έριξε ίσα κάτου
απ’
τον ουρανό, κι’ όλη μέρα στριφογύρναγα,
ώσπου
σαν βράδιασε έπεσα στην Λήμνο μισοζώντανος,
κι’
εκεί οι Σίντιες έτρεξαν να με φροντίσουν αμέσως σαν με βρήκαν…»
Λέει ο Ήφαιστος στην Ήρα, όπως μας αφηγείται ο Όμηρος στην
Ιλιάδα (Ραψωδία Α΄ στιχ.590- 595.)
Πλησιάζοντας την Κώ, ο στόλος του Ηρακλή, οι κάτοικοι του
νησιού θεωρώντας πως τα καράβια ήταν πειρατικά, άρχισαν να πετούν πέτρες,
εμποδίζοντας την προσάραξή τους. Ο Ηρακλής και οι άνδρες του αφού επέτυχαν την
προσάραξη στο νησί, επιτέθηκαν εναντίον τους και το κυρίευσαν. Την ώρα της
μάχης, κατά την οποία ο ημίθεος σκοτώνει
τον βασιλιά της Κώ, Ευρύπυλο, γιό της Αστυπάλαιας και του Ποσειδώνα, ο Κώος
Χαλκώδωντας τραυματίζει τον Ηρακλή, τον οποίο ο Δίας αρπάζει και έτσι κατάφερε
να σωθεί ο ήρωας. Μετά την κατάκτηση του νησιού φτάνει μέσω της Αθήνας στην
Φλέγρα ( περιοχή της Καμπανίας) όπου εξοντώνει τους γίγαντες με την βοήθεια των
Θεών.
«…ἐτρώθη δὲ κατὰ τὴν μάχην Ἡρακλῆς ὑπὸ Χαλκώδοντος, καὶ Διὸς ἐξαρπάσαντος αὐτὸν οὐδὲν ἔπαθε. πορθήσας δὲ Κῶ ἧκε δι᾽ Ἀθηνᾶς εἰς Φλέγραν, καὶ μετὰ θεῶν κατεπολέμησε Γίγαντας…»(Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Βιβλίο Β΄, κεφ.7, παραγρ.1)