«Έστ' ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται».


Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

ΗΡΑΚΛΕΙΔΕΣ (ΜΕΡΟΣ Γ')



Ο Τήμενος λοιπόν βασιλιάς του Άργους πλέον, είχε τρείς γιούς τον Αγέλαο, Ευρύπολο και Καλλία. Ή όπως αλλού αναφέρονται  ως παιδιά του οι: Κεισός, Κερύνης, Φάλκης, Αγραίος και ένα κορίτσι η Υρνηθώ. Αυτήν πήρε γυναίκα του ο Δηϊφόντης, ο γιός του Αντιμάχου γιού του Θρασυάνορα που ήταν παιδί του Κτησίππου, γιού του Ηρακλή από την Δηϊάνειρα. Τον Δηϊφόντη τον είχε στρατηγό ο Τήμενος και τον εκτιμούσε ιδιαιτέρως και είχε δείξει την προτίμησή του στην διαδοχή του βασιλείου του Άργους. Του είχε δώσει την εξουσία της Επιδαύρου. Αλλά τα παιδιά του Τημένου, επαναστάτησαν και με την βοήθεια των κατοίκων της Τιτάνης,  μιας  μικρής  πόλης  της Κορίνθου,  που ανήκε στην Σικυωνία, σκότωσαν τον Τήμενο,  αλλά ο στρατός τους ήθελε βασιλιά τους τον Δηϊφόντη και την Υρνηθώ. Εκείνοι τότε ήρθαν στην Επίδαυρο να πάρουν την Υρνηθώ και να λύσουν την συγγένεια με τον Δηϊφόντη. Την πήραν λοιπόν έξω από την πόλη και της είπαν πολλά άσχημα για τον άνδρα της και της ζήτησαν να τον αφήσει και να γυρίσει στο Άργος. Τότε εκείνη τους απάντησε πως ο Δηϊφόντης είναι άξιος άνθρωπος,  έντιμος και ισάξιος του πατέρα της Τημένου και φυσικά ότι είναι ο σύζυγός της. Απεναντίας χαρακτήρισε τα αδέρφια της πατροκτόνους και ανάξιους να ονομάζονται παιδιά του Τημένου. Εκείνοι όμως. χωρίς διόλου να πτοηθούν από την αντίδραση και τα λόγια της αδερφής τους, την άρπαξαν και με βία την έβαλαν πάνω στην άμαξα πηγαίνοντάς την στο Άργος. Όμως ο Δηϊφόντης μαζί με τους Επιδαυρίους,  τους κατεδίωξε και σκότωσε τον Κερύνη. Τον δε Φάλκη επειδή κρατούσε στην αγκαλιά του την έγκυο Υρνηθώ απέφυγε να τον τοξεύσει μήπως κατά λάθος κάνει κακό στην γυναίκα του,  αλλά προσπάθησε να πάρει πίσω την Υρνηθώ μέσα από τα χέρια του. Ο Φάλκης όμως κρατώντας όλο και πιο σφικτά την αδερφή του της επέφερε θανατηφόρο σφίξιμο και στην συνέχεια κατάφερε να ξεφύγει. Ο Δηϊφόντης έθαψε στο σημείο εκείνο την γυναίκα του,  το οποίο ονομάσθηκε Υρνήθιον χωρίον. Έκτισε και Ηρώο προς τιμή της.
Την βασιλεία τώρα του Άργους αναλαμβάνει ο Κείσος ο μεγαλύτερος γιός του Τημένου,  αλλά οι Αργείοι δεν ήταν διόλου ευχαριστημένοι πλέον από αυτού του είδους την μοναρχία έως την στιγμή που επί του Μέλτα  γιού του Λακήδα,  απογόνου του Μήδωνα από το γένος του Τημένου, έπαυσαν το είδος αυτό εξουσίας. Αυτός ήταν και ο τελευταίος βασιλιάς του Άργους αφού το 650 π. Χ. οι Αργείοι όπως αναφέραμε έβαλαν τέλος στον θεσμό της Βασιλείας.
«…Ἀργεοι δέ, τε σηγορίαν κα τ ατόνομον γαπντες κ παλαιοτάτου, τ τς ξουσίας τν βασιλέων ς λάχιστον προήγαγον, ς Μήδωνι τ Κείσου κα τος πογόνοις τ νομα λειφθναι τς βασιλείας μόνον. Μέλταν δ τν Λακήδου δέκατον πόγονον Μήδωνος τ παράπαν παυσεν ρχς καταγνος δμος…» (Παυσανίου Κορινθιακά, κεφ.19,παραγρ.2)
Αν και οι αναφορές του παρόντος αφορούν τους προϊστορικούς χρόνους, αξίζει και έχει βαρύτητα να αναφερθούμε στον  Φείδωνα,  που ως απόγονος του Ηρακλέους,  εβασίλευσε στο Άργος περί το 875 π.Χ. και σ’αυτόν αποδίδεται η  εύρεση των μέτρων βάρους, αλλά και τα νομίσματα. Αυτός λοιπόν είχε έναν αδερφό, τον Κάρανο ο οποίος μη αντέχοντας να ιδιωτεύει πήρε στρατό από τον βασιλιά αδερφό του, αλλά και από άλλους βασιλιάδες της Πελοποννήσου, συμμάχησε με τον βασιλιά των Θρακών, τον Ορεστώντα και επέτυχε να καταλάβει πολλές περιοχές της Βόρειας Ελλάδος, τις οποίες μοίρασε στους συμμάχους που είχε μαζί του.  Ο Κάρανος πήρε την παραθαλάσσια περιοχή.
 Η Βόρειος Ελλάδα ονομαζόταν Μακεδονία από τον γιό του Δία και της Θυίας κόρης του Δευκαλίωνα, όπως μας αφηγείτε ο Ησίοδος:
«Η δ’υποκυσσαμένη Διΐ τερπικεραύνω, Υιέ δύο, Μάγνητα, Μακεδόνα θ’ιπποχάρμην. Οι περί Πιερίην και Όλυμπον δώματ’ έναιον…»
Σ’αυτές τις περιοχές λοιπόν βασίλευσε ο Κάρανος  30 χρόνια και στην συνέχεια ο Κοίνος 28 χρόνια και μετά ο Τυρίμνας 45  χρόνια και εν συνεχεία ο Περδίκας ο Α΄, τέταρτος στην σειρά βασιλιάς της Μακεδονίας,  από το γένος του Ηρακλέους, από όπου και ξεκινά ουσιαστικά η ένδοξη ιστορία των Μακεδόνων.
Να σημειώσουμε εδώ ένα γεγονός που έχει ιδιαίτερη σημασία και αφορά κυρίως την πολιτική που ακολουθούσαν οι ηγεμόνες των Μακεδόνων στα πλαίσια της εξάπλωσης της αυτοκρατορίας τους και αφορά την αποδοχή των ντόπιων πληθυσμών που θέλησαν να ενσωματώσουν σ’αυτήν.
Ο Κάρανος όταν εγκαταστάθηκε σε Πιερία και Ημαθία πολέμησε έναν γείτονα βασιλιά τον Κισσέα και αφού τον νίκησε έστησε τρόπαιο νίκης,  κατά τα πρώτυπα των Αργείων ηγεμόνων. Όμως ένα λιοντάρι από τον Όλυμπο το έριξε κάτω και από τότε δεν μπόρεσαν να το βρούν πουθενά. Εθεώρησαν λοιπόν αυτό ως σημάδι και για τον λόγο αυτό δεν έστησαν ποτέ ξανά τρόπαιο, ούτε αυτός ούτε οι απόγονοί του ούτε καν ο κραταιός Φίλιππος και ο Μεγάλος Αλέξανδρος,  επειδή ως ελέγετο βλέποντας το τρόπαιο οι αντίπαλοι μένουν για πάντα εχθροί και αδιάλλακτοι. Να πως το περιγράφει ο  περιηγητής Παυσανίας στα Βοιωτικά ( κεφ.40, παραγρ. 8-9) :
«…λέγεται δ π Μακεδόνων Καρανν βασιλεύοντα ν Μακεδονί κρατσαι μάχ Κισσέως, ς δυνάστευεν ν χώρ τ μόρ: κα μν τρόπαιον Καρανς κατ νόμους τος ργείων στησεν π τ νίκ: πελθόντα δέ φασιν κ το λύμπου λέοντα νατρέψαι τε τ τρόπαιον <κα> φανισθναι, <συνεναι τε> γνώμ.  Καρανν [δ] οκ ε βουλεύσασθαι βαρβάροις τος περιοικοσιν ς χθραν λθόντα διάλλακτον,καταστναί <τε> χρναι [γρ] μήτε π ατο Καρανο μήτε π τν στερον βασιλευσόντων Μακεδονίας τρόπαια στασθαι, ε ς ενοιάν ποτε τος προσχώρους πάξονται. μαρτυρε δ τ λόγ κα λέξανδρος, οκ ναστήσας οτε π Δαρεί τρόπαια οτε π τας νδικας νίκαις…»
Η αναφορά για την καταγωγή του Μακεδονικού Βασιλείου,  έγινε για να δώσουμε ένα ακόμη παράδειγμα της δαιμόνιας ( με την αρχαιοελληνική έννοια του όρου: δαιμόνιος= εύστροφος, οξύνους, ικανός, πολυτάλαντος, ευφευρετικός κ.λ.π.)  Αργείας φυλής , αλλά και το γεγονός,  που ιστορικά αποδεικνύεται, και θέλει τους Πελασγούς Αργείους,  εν είδη γεννητόρων, σχεδόν όλων των Ελληνικών Βασιλείων !