Ο Ηρακλής περνώντας από την Αίγυπτο για να πάει να φέρει
τα μήλα των εσπερίδων πιάστηκε από τους στρατιώτες του Βούσιρι οι οποίοι τον
οδήγησαν στη Μέμφιδα. Αμέσως του έβαλαν στεφάνι στο κεφάλι, τον έδεσαν και τον
πήγαν με πομπή στο βωμό. Ο Ηρακλής συμπεριφερόταν ήσυχα και έδειχνε ότι πίστεψε
αυτά που του είπε ο Βούσιρις. Όταν όμως άρχισε η τελετή της θυσίας έσπασε με
μια κίνηση τα δεσμά του και όρμησε στον Βούσιρι τον οποίο και σκότωσε όπως και
τον γιό του Αμφιδάμαντα καθώς και όλη την ακολουθία του φριχτού βασιλιά.
«…Μετὰ δὲ τὸν Ἀνταίου θάνατον παρελθὼν εἰς Αἴγυπτον ἀνεῖλε Βούσιριν τὸν βασιλέα ξενοκτονοῦντα τοὺς παρεπιδημοῦντας. διεξιὼν δὲ τὴν ἄνυδρον τῆς Λιβύης, καὶ περιτυχὼν χώρᾳ καταῤῥύτῳ καὶ καρποφόρῳ, πόλιν ἔκτισε θαυμαστὴν τῷ μεγέθει, τὴν ὀνομαζομένην Ἑκατόμπυλον, ᾗ ἔθετο τὴν προσηγορίαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν κατ´ αὐτὴν πυλῶν. διαμεμένηκε δὲ ἡ ταύτης τῆς πόλεως εὐδαιμονία μέχρι τῶν νεωτέρων καιρῶν, ἐν οἷς Καρχηδόνιοι δυνάμεσιν ἀξιολόγοις καὶ στρατηγοῖς ἀγαθοῖς στρατεύσαντες ἐπ´ αὐτὴν κύριοι κατέστησαν…» ( Διοδώρου Σικελιώτου, Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4, παραγρ. 18) Εδώ μας λέει ο Διόδωρος ότι ο Ηρακλής είναι
αυτός που επέτυχε να καταστήσει την περιοχή γόνιμη, γλυτώνοντάς την από την
ανυδρία, προφανώς και ευλόγως, από τα
έργα που επέτυχε και εδώ, για ακόμη μια φορά, να επιτελέσει. Μάλιστα έκτισε και
την πόλη Εκατόμπυλο, ονομασία που πήρε από τις πολλές πύλες που είχε η πόλη, η
οποία ήταν ονομαστή για την ευδαιμονία της, όπως χαρακτηριστικά γράφει ο
Διόδωρος, ( και χάριν των έργων του Ηρακλέους, συμπληρώνω εγώ) έως των χρόνων
του Διοδώρου, όπου μας πληροφορεί πως την κατέλαβαν οι Καρχιδόνιοι.
Μέσω της Ασίας συνεχίζει την πορεία του ο Ηρακλής και
φθάνει στις Θερμυδρές λιμάνι της Ρόδου όπου επειδή πεινούσε έσφαξε ένα βόδι από
την άμαξα ενός βοσκού. Εκείνος μη μπορώντας να κάνει κάτι έφυγε, ανέβηκε στο
βουνό και άρχισε τις κατάρες προς τον Ηρακλή. Από το γεγονός αυτό έμεινε
συνήθεια στους Ροδίους όταν θυσίαζαν στον Ηρακλή να καταριούνται. «…καὶ βοηλάτου τινὸς
λύσας τὸν ἕτερον τῶν
ταύρων ἀπὸ τῆς ἁμάξης εὐωχεῖτο θύσας. ὁ δὲ βοηλάτης βοηθεῖν ἑαυτῷ μὴ δυνάμενος στὰς ἐπί τινος ὄρους
κατηρᾶτο. διὸ καὶ νῦν, ἐπειδὰν θύωσιν Ἡρακλεῖ, μετὰ καταρῶν τοῦτο πράττουσι…» ( Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Βιβλίο
Β΄παραγρ. 11)
Μετά πέρασε στην
Αιθιοπία όπου συνάντησε τον Ημαθίωνα. Ο Ημαθίωνας ήταν βασιλιάς της Αιθιοπίας
γιός του Τιθωνού και της Θεάς Ηούς και γιός ήταν ο Αέροπος. Η πόλη που βασίλευε
ήταν η Βοιωτική Λύγκη που λεγόταν παλαιότερα Πιερία. Τα ονόματα Αέροπος και
Ημαθίων εμφανίζονται στον κατάλογο των αρχαίων βασιλιάδων της Μακεδονίας, η
οποία παλαιότερα ονομαζόταν «Ημαθία» από τον Ημαθίωνα αυτόν. Όμως ο Ημαθίωνας
δεν άφηνε τον Ηρακλή να μπει στη χώρα
του και ήταν φανερό ότι ήθελε να συγκρουστεί μαζί του. Στον αγώνα αυτό ο
Ημαθίωνας σκοτώθηκε και ο Ηρακλής όρισε βασιλιά της Αιθιοπίας τον αδελφό αυτού,
τον Μέμνονα. «…μετὰ δὲ ταῦτα ἀνὰ τὸν Νεῖλον πλεύσαντα εἰς τὴν Αἰθιοπίαν τὸν βασιλεύοντα τῶν Αἰθιόπων Ἠμαθίωνα κατάρχοντα μάχης ἀποκτεῖναι, τὸ δ´ ὕστατον ἐπανελθεῖν πάλιν ἐπὶ τὸν ἆθλον…» (Διόδωρος,4,27)
Μέσω της Λιβύης στην συνέχεια πέρασε στην «έξω θάλασσα»
όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Απολλόδωρος και εκεί πήρε για ακόμη μια φορά το
Χρυσό Δέπας του Ήλιου όπου τον οδήγησε στην απέναντι ήπειρο απ’ όπου ανέβηκε
στον Καύκασο. Στον Καύκασο βρήκε αλυσοδεμένο τον Προμηθέα. Τον είχε τιμωρήσει ο
Δίας γιατί τον είχε εξαπατήσει σε μια θυσία αλλά και γιατί είχε κλέψει τη φωτιά
από τον Όλυμπο και την είχε δώσει στους ανθρώπους. Τις αλυσίδες του τις είχε
φτιάξει ο Ήφαιστος και πάνω στο βράχο κάθε μέρα πήγαινε ο Αετός που ήταν
απόγονος του Τυφώνα και της Έχιδνας και
του έτρωγε το συκώτι. Όταν είδε ο Προμηθέας τον Ηρακλή, του ζήτησε να τον
ελευθερώσει. Πράγματι ο Ηρακλής παρακάλεσε το Δία να του επιτρέψει να τον
ελευθερώσει. Ο Δίας δέχτηκε με έναν όρο, να φοράει ο Προμηθέας σε όλη την
υπόλοιπη ζωή του ως σημάδι αιχμαλωσίας του ένα δαχτυλίδι φτιαγμένο από την
αλυσίδα του και στολισμένο με πέτρες του Καυκάσου. Ήταν το πρώτο δαχτυλίδι με
πέτρα στον κόσμο. Έτσι ο Ηρακλής τόξευσε τον Αετό και τον σκότωσε και
απελευθέρωσε τον Προμηθέα ο οποίος τον συμβούλεψε να μην πάει ο ίδιος να πάρει
τα μήλα αλλά να στείλει τον Άτλαντα. «…καὶ περαιωθεὶς ἐπὶ τὴν ἤπειρον τὴν ἀντικρὺ κατετόξευσεν ἐπὶ τοῦ Καυκάσου τὸν ἐσθίοντα τὸ τοῦ Προμηθέως ἧπαρ ἀετόν, ὄντα Ἐχίδνης καὶ Τυφῶνος· καὶ τὸν Προμηθέα ἔλυσε…» ( Απολλόδωρος, Β΄
5,11)
Πράγματι όταν έφθασε στην Υπερβορεία ο Ηρακλής ζήτησε από
τον Άτλαντα να πάει να του φέρει τα μήλα. Εκείνος βλέποντας πως ήταν η χρυσή
ευκαιρία να ξεφορτωθεί το τεράστιο αυτό φορτίο δέχτηκε δίνοντας την θέση του
στον Ηρακλή.
«…ἐν δὲ αὐταῖς ἔστι μὲν οὐρανὸν καὶ γῆν Ἄτλας ἀνέχων, παρέστηκε δὲ καὶ Ἡρακλῆς ἐκδέξασθαι τὸ ἄχθος ἐθέλων τοῦ Ἄτλαντος…» ( Παυσανίου
Ηλειακά, κεφ.11, παραγρ.4)
Όταν όμως ήρθε με
τα μήλα στα χέρια, είπε στον Ηρακλή πως θα πάει να τα παραδώσει ο
ίδιος στον Ευρυσθέα. Ο Ηρακλής δέχτηκε να γίνει έτσι με μια προϋπόθεση. Να
έπαιρνε για λίγο πάλι στους ώμους του τον Ουράνιο Θόλο μέχρι να έφτιαχνε ένα
στεφάνι από κλαδιά ελιάς για το κεφάλι του.
Εδώ αξίζει να κάνουμε
μια παρένθεση να αναφέρουμε σχετικά με το στεφάνι αυτό, το οποίο
φαίνεται να είναι ο μετέπειτα κότινος των Ολυμπιακών αγώνων. Διαβάζουμε στον περιηγητή
Παυσανία, στα Ηλειακά (κεφ. 7, παραγρ.8) ότι ο κότινος μετεφέρθει στην Ελλάδα
από την χώρα των Υπερβορείων, από τον Ηρακλή σημειώνοντας ο συγγραφέας πως : « οι
Υπερβόρειοι δε, είναι άνθρωποι κατοικούντες πέραν του μέρους από το
οποίον προέρχεται ο βόρειος άνεμος...»
Αφού λοιπόν ο Ηρακλής βρέθηκε κατά την εκτέλεση του
ένατου άθλου του εδώ, και όπως λέγεται έφτιαξε το στεφάνι, προφανώς η αναφορά
του Παυσανίου είναι για ετούτη την περίπτωση.
«… κομισθῆναι δὲ ἐκ τῆς Ὑπερβορέων γῆς τὸν κότινόν φασιν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλέους ἐς Ἕλληνας, εἶναι δὲ ἀνθρώπους οἳ ὑπὲρ τὸν ἄνεμον οἰκοῦσι τὸν Βορέαν…»
Όμως λίγο πιο πάνω
στο ίδιο κεφάλαιο των Ηλειακών (κεφ.7,παραγρ.6-7) , ο περιηγητής μας διηγείτε
πως : πρώτος καθιέρωσε τους αγώνες στην
Ολυμπία ο Ηρακλής από τους Ιδαίους Δακτύλους, που ήταν και ο μεγαλύτερος ( παλαιότερος του ημιθέου
διογενούς Τιρύνθιου) και είχε βάλει τους αδερφούς του, χάριν διασκεδάσεως, να αγωνισθούν
και στεφάνωσε τον νικητή με το στεφάνι απ’τα κλαδιά της αγριελιάς, τον κότινο. Για το δένδρο αυτό,την αγριελιά, ο
Παυσανίας μας πληροφορεί πως βρισκόταν σε τόση αφθονία στην περιοχή, ώστε οι
κάτοικοι κοιμώνταν σε στρώμα από τα χλωρά κλαριά του δένδρου:
«…ἐς δὲ τὸν ἀγῶνα τὸν Ὀλυμπικὸν λέγουσιν Ἠλείων οἱ τὰ ἀρχαιότατα
μνημονεύοντες Κρόνον τὴν ἐν οὐρανῷ σχεῖν βασιλείαν πρῶτον καὶ ἐν Ὀλυμπίᾳ ποιηθῆναι Κρόνῳ ναὸν ὑπὸ τῶν τότε ἀνθρώπων,
οἳ ὠνομάζοντο χρυσοῦν γένος: Διὸς δὲ τεχθέντος ἐπιτρέψαι
Ῥέαν τοῦ παιδὸς τὴν φρουρὰν τοῖς Ἰδαίοις Δακτύλοις, καλουμένοις δὲ τοῖς αὐτοῖς τούτοις καὶ Κούρησιν: ἀφικέσθαι
δὲ αὐτοὺς ἐξ Ἴδης τῆς Κρητικῆς, [πρὸς] Ἡρακλέα καὶ
Παιωναῖον καὶ Ἐπιμήδην καὶ Ἰάσιόν τε καὶ Ἴδαν: τὸν δὲ Ἡρακλέα παίζοντα--εἶναι γὰρ δὴ αὐτὸν πρεσβύτατον ἡλικίᾳ--συμβαλεῖν τοὺς ἀδελφοὺς ἐς ἅμιλλαν δρόμου καὶ τὸν νικήσαντα ἐξ αὐτῶν κλάδῳ στεφανῶσαι κοτίνου: παρεῖναι δὲ αὐτοῖς πολὺν δή τι οὕτω τὸν κότινον ὡς τὰ χλωρὰ ἔτι τῶν φύλλων ὑπεστρῶσθαι σφᾶς
καθεύδοντας. …»
Δηλαδή: « Σχετικώς
με τους Ολυμπιακούς αγώνες αυτοί που μελετούν την αρχαιότατη ιστορία του τόπου
Ηλείοι λενε τα εξής : Την βασιλεία των ουρανών την κατέλαβε πρώτος ο Κρόνος,
και οι τότε άνθρωποι, οι οποίοι λεγόντουσαν χρυσό γένος, κατασκεύασαν στην
Ολυμπία Ναό προς τιμή του Κρόνου. Όταν γεννήθηκε ο Ζεύς, η Ήρα ανέθεσε την
φύλαξη του βρέφους της στους Ιδαίους Δακτύλους, οι οποίοι λέγονται και
Κουρήτες. Αυτοί είχαν έρθει από το όρος
της Κρήτης, Ίδη, και ήσαν πέντε : ο Ηρακλής, ο Παιωναίος, ο Επιμήδης, ο Ιάσιος
και ο Ίδας. Ο Ηρακλής που ήταν μεγαλύτερος στην ηλικία χάριν διασκεδάσεως έβαλε
τους αδερφούς του να διαγωνιστούν στον δρόμο και στεφάνωσε τον νικητή με κλάδο
κοτίνου- αγριελιάς- είχαν πολύ κότινο, τόσο μάλιστα, ώστε κοιμούνταν επί των
χλωρών ακόμη φύλλων του…»
Και επανερχόμενοι στον ένατο άθλο,συνεχίζουμε:
Όντως ο Άτλας συμφώνησε και αφήνοντας καταγής τα μήλα
φορτώθηκε εκ νέου το φορτίο. Στην στιγμή
ο Ηρακλής αρπάζει τα μήλα και εξαφανίζεται. Διαβάζουμε στον Παυσανία (Ηλειακά,
κεφ. 18,παραγρ.4) για το γεγονός, το οποίο παριστάνεται, ανάμεσα σε πολλές
ακόμη παραστάσεις, σε μια Λάρνακα στον Ναό του Διός, στην Ολυμπία, την γνωστή
Λάρνακα του Κυψέλου:
«…Ἄτλας δὲ ἐπὶ μὲν τῶν ὤμων κατὰ τὰ λεγόμενα οὐρανόν τε ἀνέχει καὶ γῆν, φέρει δὲ καὶ τὰ Ἑσπερίδων μῆλα. ὅστις δέ ἐστιν ὁ ἀνὴρ ὁ ἔχων τὸ ξίφος καὶ [ὁ] ἐπὶ τὸν Ἄτλαντα ἐρχόμενος, ἰδίᾳ μὲν ἐπ' αὐτῷ γεγραμμένον ἐστὶν οὐδέν, δῆλα δὲ ἐς ἅπαντας Ἡρακλέα εἶναι. γέγραπται δὲ καὶ ἐπὶ τούτοις: Ἄτλας οὐρανὸν οὗτος ἔχει, τὰ δὲ μᾶλα μεθήσει…»
Επίσης αξίζει να μείνουμε λίγο και στην αναφορά του
Διοδώρου του Σικελιώτου (4,27), όπου δίνει μια άλλη διάσταση του άθλου, η οποία
σχετίζεται με την γνώση και την επιστήμη, της Αστρονομίας :
«…τοὺς δὲ λῃστὰς ἐν κήπῳ τινὶ παιζούσας τὰς κόρας συναρπάσαι, καὶ ταχὺ φυγόντας εἰς τὰς ναῦς ἀποπλεῖν. τούτοις δ´ ἐπί τινος ἀκτῆς δειπνοποιουμένοις ἐπιστάντα τὸν Ἡρακλέα, καὶ παρὰ τῶν παρθένων μαθόντα τὸ συμβεβηκός, τοὺς μὲν λῃστὰς ἅπαντας ἀποκτεῖναι, τὰς δὲ κόρας ἀποκομίσαι πρὸς Ἄτλαντα τὸν πατέρα· ἀνθ´ ὧν τὸν Ἄτλαντα χάριν τῆς εὐεργεσίας ἀποδιδόντα μὴ μόνον δοῦναι τὰ πρὸς τὸν ἆθλον καθήκοντα προθύμως, ἀλλὰ καὶ τὰ κατὰ τὴν ἀστρολογίαν ἀφθόνως διδάξαι. περιττότερον γὰρ αὐτὸν τὰ κατὰ τὴν ἀστρολογίαν ἐκπεπονηκότα καὶ τὴν τῶν ἄστρων σφαῖραν φιλοτέχνως εὑρόντα ἔχειν ὑπόληψιν ὡς τὸν κόσμον ὅλον ἐπὶ τῶν ὤμων φοροῦντα. παραπλησίως δὲ καὶ τοῦ Ἡρακλέους ἐξενέγκαντος εἰς τοὺς Ἕλληνας τὸν σφαιρικὸν λόγον, δόξης μεγάλης
τυχεῖν, ὡς διαδεδεγμένον τὸν Ἀτλαντικὸν κόσμον, αἰνιττομένων τῶν ἀνθρώπων τὸ γεγονός.»
Δηλαδή, ενώ ο Ηρακλής
βρισκόταν σε κάποια ακτή, έτυχε να γίνει μάρτυρας της αρπαγής των Εσπερίδων,
από ληστές . Τότε ο Ηρακλής σκότωσε τους ληστές και γύρισε τα κορίτσια στον
πατέρα τους Άτλαντα. Από την ευγνωμοσύνη
του ο Άτλας, όχι μόνο τα μήλα του έδωσε
αλλά και γνώσεις περί της αστρονομίας και περί της σφαιρκότητος των πλανητών. Για
τις γνώσεις του αυτές ο Άτλας, τις σχετικές με την αστρονομία, ελέγετο από τον
κόσμο, αλληγορικά, ότι είχε στην πλάτη
του ολόκληρο το σύμπαν.
Έτσι παρουσίασε ο ήρωας, τα Μήλα στον Ευρυσθέα, ο οποίος
στην συνέχεια τα χάρισε σ’ αυτόν. Ο Ηρακλής με την σειρά του τα έδωσε στην Θεά
Αθηνά η οποία τα επέστρεψε στην αρχική τους θέση, επειδή όπως λέγεται, δεν ήταν θέλημα Θεού να βρίσκονται οπουδήποτε
αλλού παρά μονάχα σ’ εκείνο το δένδρο όπου εξ’ αρχής είχαν τοποθετηθεί.