«Έστ' ήμαρ ότε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καί ές αεί έσεται».


Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010

Ο ΟΡΕΣΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ ΠΕΛΟΠΙΔΩΝ...

Ο Ορέστης όλα αυτά τα χρόνια που η μητέρα Κλυταιμνήστρα ζει με τον εραστή της Αίγισθο, κατά μια άποψη είχε σταλεί, για δική του ασφάλεια ως λέγεται, στην Φωκίδα, από την μητέρα του. Εκεί ανδρώθηκε και εκεί έμαθε για τον θάνατο του πατέρα του. Όταν αποφάσισε να πάει στον τάφο του να προσκυνήσει συνάντησε την αδερφή του Ηλέκτρα που είχε στείλει η Κλυταιμνήστρα μαζί με τις χοηφόρες να κάνουν εξιλαστήριες σπονδές γιατί την κατέτρεχαν οι Ερινύες. Όταν η Ηλέκτρα λέει: " Άκουσε πατέρα την ευχή μας και κάνε κάποια τύχη να φέρει εδώ τον Ορέστη":

«…ἐλθεν δ ρέστην δερο σν τύχ τιν
κατεύχομαί σοι, κα
σ κλθί μου, πάτερ·
α
τ τέ μοι δς σωφρονεστέραν πολ
μητρ
ς γενέσθαι χερά τ εσεβεστέραν.

μν μν εχς τάσδε, τος δ ναντίοις
λέγω φαν
ναί σου, πάτερ, τιμάορον,
κα
τος κτανόντας ντικατθανεν δίκ.
τα
τ ν μέσ τίθημι τς καλς ρς,
κείνοις λέγουσα τήνδε τ
ν κακν ράν·
μν δ πομπς σθι τν σθλν νω,
σ
ν θεοσι κα γ κα δίκ νικηφόρ…» , ( Χοηφόροι, Αισχύλου στιχ. 138- 148)

έρχεται η αναγνώριση μεταξύ των αδερφών. Τότε είναι που σχεδιάζεται η εκδίκηση για το αίμα του πατέρα τους. Ορέστης και Πυλάδης αλλά και η Ηλέκτρα, που πρώτη φεύγει και γυρίζει στις Μυκήνες υποκρινόμενη ότι όλα πήγαν καλώς.

Για τον Πυλάδη γνωρίζουμε πως μεγάλωσε μαζί με τον Ορέστη με τον οποίο είχαν την ίδια ηλικία, όταν η Ηλέκτρα έστειλε τον τριετή αδερφό της στον Στρόφιο τον βασιλιά της Κορίνθου για να γλυτώσει από τον Αίγισθο που είχε πάρει την βασιλεία των Μυκηνών, τότε που ο Αγαμέμνων έφυγε στην Τροία. Γιός του Στρόφιου λοιπόν ο Πυλάδης μεγάλωσε με τον Ορέστη και  τους έδεσε μια βαθιά φιλία πρότυπο στην Ιστορία όπως εκείνη του Δάμωνος και Φιντίου. Έτσι από κοινού αποφάσισαν και σχεδίασαν την εκδίκηση για τον αίμα του Αγαμέμνονος. Ο Ορέστης μαζί με τον φίλο του Πυλάδη καταφθάνουν στις Μυκήνες ως δύο ξένοι όπου αναγγέλλουν στην Κλυταιμνήστρα τον θάνατο του Ορέστη στην Φωκίδα. Τα υποκριτικά δάκρυα της Κλυταιμνήστρας φέρνουν τον Αίγισθο μπροστά σε μια πραγματικότητα. Είναι πλέον ο μοναδικός ηγέτης των Μυκηνών!!! Μόνον που δεν είχε υπολογίσει το σπαθί του Ορέστη που τον έριξε νεκρό. Μπροστά στο έγκλημα η Κλυταιμνήστρα οδύρεται ξεσηκώνοντας την οργή του Ορέστη που με το ίδιο ξίφος στέλνει την μητέρα του σε κοινό  με τον εραστή της τάφο. "Οι πεθαμένοι σκοτώνουν τους  νεκρούς..." λέει ο χορός στην τριλογία του Αισχύλου.
«…Ὀρέστης στν Αγισθον φονεύων κα Πυλάδης τος παδας τος Ναυπλίου βοηθος λθόντας Αγίσθῳ…»  Λέει για την περίσταση και ο Παυσανίας ( Αττικά, κεφ.22,παραγρ. 6)

Οι προφητείες της Κασσάνδρας έχουν βγει αληθινές, όπως και η κατάρα που ακολουθεί τον οίκο των Ατρειδών. Στο ίδιο μέρος όπου νεκροί είχαν πέσει ο Αγαμέμνων και η Κασσάνδρα τώρα κείτονταν τα πτώματα της Κλυταιμνήστρας και του Αιγίσθου.
«…Κλυταιμνήστρα δ τάφη κα Αγισθος λίγον πωτέρω το τείχους: ντς δ πηξιώθησαν, νθα γαμέμνων τε ατς κειτο κα ο σν κείν φονευθέντες…» (Παυσανίου Κορινθιακά, 16,7)


Ο Ορέστης γυρνούσε από πόλη σε πόλη αλλά κανείς δεν τον δεχόταν για το ανοσιούργημα της μητροκτονίας που είχε διαπράξει. Οι Τροιζήνιοι όμως τον λυπήθηκαν και τον δέχτηκαν δίνοντας του μια σκηνή έξω από την πόλη. Εκεί πήγαιναν εννέα άνδρες για να κάνουν τους καθαρμούς. Πολλές ημέρες γινόταν αυτό με το νερό της Ιπποκρήνης πηγής. Τα νερά αυτά τα έριχναν κοντά στην σκηνή που φιλοξενούσε τον Ορέστη και  στο σημείο εκείνο φύτρωσε μια δάφνη. Βρισκόταν η σκηνή αυτή μπροστά στον ναό του Απόλλωνα. Στο σημείο αυτό μετά από χρόνια υπήρχε ένα κτίσμα το οποίο ονόμαζαν "σκηνή του Ορέστη". Μια πέτρα δε, πάνω στην οποία κάθονταν οι Καθαριστές, εθεωρείτο Ιερή. Γιατί ο καθαρισμός αυτός γινόταν με αίμα από χοίρους τους οποίους έσφαζαν και με το αίμα του καθάριζαν τα χέρια του Ορέστη και στη συνέχεια τα ξέπλεναν με αλατόνερο ή νερό από την πηγή Ιπποκρήνη όπως λένε. Ακόμη λέγεται πως:  επειδή δειπνούσαν μετά εκεί οι καθαριστές,  ήταν συνήθεια που συνέχισαν οι απόγονοί τους να κάνουν κάποιες συγκεκριμένες μέρες του χρόνου.
«…τν δ μπροσθεν το ναο λίθον, καλούμενον δ ερόν, εναι λέγουσιν φ' ο ποτε νδρες Τροιζηνίων ννέα ρέστην κάθηραν π τ φόν τς μητρός...» (Παυσανίου  Κορινθιακά 31,4)
«… το δ ερο το πόλλωνός στιν οκοδόμημα μπροσθεν, ρέστου καλούμενον σκηνή. πρν γρ π τ αματι καθαρθναι τς μητρός, Τροιζηνίων οδες πρότερον θελεν ατν οκ δέξασθαι: καθίσαντες δ νταθα κάθαιρον κα εστίων, ς φήγνισαν. κα νν τι ο πόγονοι τν καθηράντων νταθα δειπνοσιν ν μέραις ητας. κατορυχθέντων δ λίγον π τς σκηνς τν καθαρσίων φασν π' ατν ναφναι δάφνην, δ κα ς μς στιν, πρ τς σκηνς ταύτης…»  (Παυσανίου  Κορινθιακά 31,8)

Όμως παρ' όλα αυτά οι Ερινύες συνέχιζαν να  κατατρέχουν αυτόν με τέτοια μανία ώστε όταν βρέθηκε στην Αρκαδία κοντά στην Μεγαλούπολη, είδε στον ύπνο του τις Ερινύες μαύρες. Τέτοια ήταν η μανία του ώστε έφαγε όπως λέγεται, το ένα του δάχτυλο. Το μέρος αυτό του χεριού του έθαψαν εκεί και ο τάφος ονομάσθηκε δακτύλου μνήμα. Έφτιαξαν δε και το σχήμα του δακτύλου από λίθο και το απόθεσαν στο μνήμα. Ο τόπος δε ονομάσθηκε Μανία.
Μετά από αυτό είδε και πάλι τις Ερινύες λευκές και θυσίασε στις μεν Μαύρες αποτρόπαια θυσία( όπως χαρακτηριστικά λέει ο Σταγειρίτης -( Ωγυγίας  μέρος Στ΄, Περί ηρώων της Ελλάδος , βίβλος  Στ΄,  κεφ. Β΄)
 ), στις δε λευκές χαριστήρια. Εκεί όπου έγιναν αυτές οι θυσίες ονομάσθηκε το μέρος Άκη, από το άκος επειδή γιατρεύτηκε.
Ακόμη ένα ιερό που βρισκόταν στο ίδιο μέρος  ονομάσθηκε Κουρείον επειδή μετά την γιατρειά κούρεψε την κόμη του. Προς ανάμνηση όλων όσων πέρασε ο Ορέστης έκτισαν τρία Ιερά και θυσίαζαν στις Ερινύες.
Φυσικά πολλά πέρασε ακόμη ο Ορέστης γιατί μπορεί οι Ερινύες να τον άφησαν,  αλλά όχι και οι άνθρωποι που ζητούσαν να δικασθεί για το μεγάλο ανοσιούργημα της μητροκτονίας. Πολλοί ήσαν εκείνοι που έλαβαν μέρος στην δίκη αυτή, από τους Αρκάδες, τους Αργείους έως και τέλος τους Αθηναίους. Εκεί με την βοήθεια του Απόλλωνος και της Παλλάδας Αθηνάς, ο Ορέστης αθωώθηκε.
Όμως φαίνεται πως και πάλι δεν ήταν αρκετό αυτό αφού οι Ερινύες επέστρεψαν. Στην, από πόλη σε πόλη, περιπλάνησή του ο Ορέστης βρέθηκε στην Λακεδαίμονα όπου ενώ καθόταν σε μια πέτρα κοντά στο Γύθειο θεραπεύτηκε. Εκεί ονομάσθηκε το μέρος Ζεύς Καπώτας, δηλαδή καταπαυτής. «…Γυθίου δ τρες μάλιστα πέχει σταδίους ργς λίθος: ρέστην λέγουσι καθεσθέντα π' ατο παύσασθαι τς μανίας: δι τοτο λίθος νομάσθη Ζες Καπώτας κατ γλσσαν τν Δωρίδα…» ( Παυσανίου Λακωνικά, κεφ.22,παραγρ.1)

Η συνέχεια όμως της μανίας τον έφερε στους Δελφούς και δια της Πυθίας ο Θεός Απόλλων του αποκαλύπτεται λέγοντάς του πως πρέπει να πάει στην Ταυρική να φέρει το ξόανο της Θεάς Αρτέμιδος στην Αθήνα. Όταν μαζί με τον Πυλάδη φθάνουν στην Ταυρική συλλαμβάνονται αμέσως,  γιατί υπήρχει έθιμο οι ξένοι να θυσιάζονται στην Θεά. Τότε λοιπόν έριξαν κλήρο για το ποιός εκ των δύο, Ορέστης ή Πυλάδης,  πρέπει να θυσιασθεί και ο κλήρος έπεσε στον Ορέστη. Τότε αναδείχθηκε η μεγάλη αυτή φιλία όταν ο Πυλάδης επέμενε πως εκείνος έπρεπε αντί του Ορέστη να θυσιασθεί. Ο Ορέστης όμως δεν ήθελε με τίποτα να ακούσει κάτι τέτοιο και είπε του Πυλάδη αφού τον ευχαρίστησε πρώτα για την μεγαλοψυχία του, πως ο κλήρος έπεσε σ' αυτόν και έτσι πρέπει να γίνει.
Όμως όταν ετοιμάζονται για την θυσία την οποία έχει αναλάβει η Ιέρεια της Θεάς Αρτέμιδος, η Ιφιγένεια, ο ελεφάντινος ώμος το χαρακτηριστικό του οίκου των Πελοπιδών βάζει σε υποψίες την Ιφιγένεια που προφασίζεται πως ο θυσιαζόμενος δεν είναι καθαρός και πρέπει να τον καθαρίσει. Και την επομένη που έρχεται η Ιέρεια στην φυλακή, αναγνωρίζονται τα δύο αδέρφια. Ακόμη μια υπέροχη σκηνή στο έργο του Ευριπίδη "Ιφιγένεια εν Ταύροις", η σκηνή της αναγνώρισης!!! Η Ιφιγένεια έχει να δει τον μικρό της αδερφό από την ημέρα στην Αυλίδα,  όπου την προσφέρει θυσία ο Αγαμέμνων στην Άρτεμη. Μωρό σχεδόν εκείνος, πριν είκοσι χρόνια, κοπέλα εκείνη...  Και πέφτουν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου:

«…φιγένεια:
φίλτατ, οδν λλο, φίλτατος γρ ε,
χω σ, ρέστα, τηλύγετον [χθονς] π πατρίδος
ργόθεν, φίλος.       

ρέστης:
κ
γώ σε τν θανοσαν, ς δοξάζεται.
κατ
δ δάκρυ, κατ δ γόος μα χαρ
τ
σν νοτίζει βλέφαρον, σαύτως δ μόν.

φιγένεια:
τόδ
τι βρέφος
λιπον γκάλαισι νεαρν τροφο       
νεαρ
ν ν δόμοις.
κρεσσον λόγοισιν ετυχοσά μου
ψυχά, τί φ
; θαυμάτων
πέρα κα
λόγου πρόσω τάδ πέβα.       

ρέστης:
τ
λοιπν ετυχομεν λλήλων μέτα…» ( Ευριπίδου, «Ιφιγένεια εν Ταύροις», στιχ. 828 – 841)

Μετά από αυτό,  λέει η Ιφιγένεια στον βασιλιά της Ταυρίδος πως πρέπει να πάρει τον Ορέστη να τον καθάρει στην θάλασσα και μαζί και το ξόανο της Θεάς που μολύνθηκε. Παίρνουν το ξόανο της Αρτέμιδος και τα δύο αδέρφια μαζί με τον Πυλάδη καταφέρνουν να δραπετεύσουν από την χώρα του Ταύρου, αφού σκότωσαν κάποιους και μαζί και τον Θόαντα τον βασιλιά της Ταυρίδος.

Ο Ορέστης κληρονομεί το βασίλειο των Μυκηνών το οποίο μεγάλωσε με την προσάρτηση του Άργους και της Λακεδαίμονας. Πήρε γυναίκα του την Ερμιόνη, κόρη του Μενελάου και της Ελένης και απέκτησε έναν γιό τον Τισαμενό. Λέγεται πως από την κόρη του Αιγίσθου την Ηριγόνη, είχε έναν ακόμη γιό νόθο τον Πενθίλο, όπως λέει ο Λακεδαιμόνιος επικός ποιητής Κιναίθων.
Τελικά ο Ορέστης πέθανε στην Αρκαδία όταν τον δάγκωσε ένα φίδι και τον έθαψαν στην Τεγέα. Λέγεται πως οι Λακεδαιμόνιοι όταν έρχονταν σε πόλεμο με τους Τεγεάτες και έχαναν την μάχη πήραν χρησμό που έλεγε πως πρέπει να πάρουν τα οστά του Ορέστη και να τα θάψουν στην Λακεδαίμονα. Επειδή όμως δεν εύρισκαν τον τάφο του ρώτησαν την Πυθία η οποία τους είπε:
" Έστι της Αρκαδίης Τεγέη λευκώ ενί χώρω,
ένθ' άνεμοι πνείουσι δυο κρατερής υπ' ανάγκης,
και τύπος αντίτυπος και πημ' επί πήματι κείται.
Ένθ' Αγαμεμνονίδην κατέχει φυσίζωος αία,
τον σύ κομισάμενος, Τεγέης επιτάρροθος έση."

Αλλά μη καταλαβαίνοντας τι μπορεί να σημαίνουν όλα αυτά έφυγαν οι Λακεδαιμόνιοι απογοητευμένοι. Όμως ένας Λάκων,  ο Λίχας,  είχε έρθει στην Τεγέα και ενώ βρισκόταν σε ένα σιδηρουργείο και παρακολουθούσε πως εργάζονταν τον σίδηρο και θαύμαζε, ο σιδεράς του είπε πως αυτό δεν είναι άξιο θαυμασμού αλλά μάλλον αυτό που είχε δει κάποτε εκείνος. Και του αποκαλύπτει πως κάποτε είχε βρει στην αυλή του σπιτιού του έναν τάφο επτά πήχεις μακρύ, αυτό ήταν όντως κάτι θαυμαστό. Και τότε ο Λίχας κατάλαβε πως επρόκειτο για τον τάφο του Ορέστη και έτσι μπορεί να εξηγηθεί ο χρησμός "ανέμους φύσας, τύπον και αντίκτυπον, πήμα επί πήματι" δηλαδή, τον σίδηρο επί του σιδήρου που σφυρηλατείται.
«…ὁ Λίχας ς στι κατακείμενα ν οκί χαλκέως, συνκε δ οτως: πόσα ν τ το χαλκέως ώρα, παρέβαλεν ατ πρς τ κ Δελφν μάντευμα, νέμοις μν το χαλκέως εκάζων τς φύσας, τι κα ατα βίαιον πνεμα φίεσαν, τύπον δ τν σφραν κα τν κμονα ντίτυπον ταύτ, πμα δ εκότως νθρώπ τν σίδηρον, τι χρντο ς τς μάχας δη τ σιδήρ …» ( Παυσανίου Λακωνικά, κεφ.3,παραγρ.6)
Δηλαδή : « Όταν έφτασε ο Λίχας αυτοί αναζητούσαν τα οστά του Ορέστη. Οι Σπαρτιάτες τα έψαχναν, σύμφωνα με τον χρησμό. Ο Λίχας κατάλαβε ότι πρέπει να είναι θαμμένα στο σπίτι ενός σιδηρουργού. Το συμπέρανε με τον ακόλουθο τρόπο: συνέδεε με τον χρησμό των Δελφών όσα έβλεπε στου σιδηρουργού, ταύτιζε τους ανέμους με τα φυσερά του σιδερά, επειδή έβγαζαν κι’ αυτά δυνατές ριπές αέρα, την σφύρα με τον κτύπο και το αμόνι με τον αντίχτυπο και φυσικά τον σίδηρο με την συμφορά, επειδή ήδη χρησιμοποιούσαν τον σίδηρο στις μάχες…» μας λέει επί του θέματος ο Παυσανίας στα Λακωνικά του. 

Και έτσι βρήκαν τα οστά του Ορέστη και νίκησαν τους Τεγεάτες. Πήραν τα οστά και τα έθαψαν στην Σπάρτη στον ναό των Μοιρών. Ο τόπος της Αρκαδίας που πέθανε,  ονομάσθηκε Ορέστειον και Ορεστειάς.

«…ἀνάκειται δ κα Δήμου το Σπαρτιατν νδρις μεγέθει μέγας. κα Μοιρν Λακεδαιμονίοις στν ερόν, ρέστου δ το γαμέμνονος πρς ατ τάφος: κομισθέντα γρ κ Τεγέας το ρέστου τ στ κατ μαντείαν θάπτουσιν νταθα...»  ( Παυσανίου Λακωνικά, κεφ.11,παραγρ.10)

Ο Τισαμενός έγινε ο Βασιλιάς των Μυκηνών αλλά έμελε να είναι ο τελευταίος απόγονος του οίκου των Πελοπιδών. Οι Τανταλίδες στο πρόσωπο του Τισαμενού νικήθηκαν από τους Ηρακλειδείς και η λάμψη των Μυκηνών έσβησε για πάντα. Βέβαια ο Τισαμενός που έφυγε στην Αχαΐα για να σωθεί έμελε εκεί και να πεθάνει. Τα οστά του τα πήραν οι Λακεδαιμόνιοι και τα έθαψαν στην Σπάρτη, όπου και έκτισαν μνημείο αξιόλογο. Πέντε γιούς απέκτησε ο Τισαμενός, από άγνωστη σε εμάς γυναίκα, τον Κομήτη, την Δαϊμένη, τον Σπάρτωνα, τον Σέλλην και Λεοντομένην. Από αυτούς ο Κομήτης έκανε αποικία στην Ασία οι λοιποί έμειναν βασιλείς των Αχαιών. Όμως οι απόγονοί τους όπως λέει ο Σταγειρίτης " ...ταπεινώθηκαν και αγνοούνται..." ( Ωγυγίας  μέρος Στ΄, Περί ηρώων της Ελλάδος , βίβλος  Στ΄,  κεφ. Β΄)