φωτό |
Ο Χρυσάωρ ήταν παιδί της Μέδουσας που βγήκε μαζί με τον Πήγασο όταν
ο Περσέας αποκεφάλισε αυτήν. Ήταν γιγαντόσωμος πολεμιστής και ονομάστηκε
Χρυσάωρ επειδή όταν ξεπήδησε από την Μέδουσα κρατούσε στο χέρι του χρυσό σπαθί.
Εκτός από τον Γηρυόνη μαζί με την Καλλιρόη έκανε και την Έχιδνα που ήταν μισή
φίδι και μισή γυναίκα. Αλλά και πρόγονος κι’ άλλων τεράτων λέγετε πως ήταν ο Χρυσάωρ αφού η
κόρη του Έχιδνα μαζί με τον Τυφώνα γέννησαν τον σκύλο Όρθο με τα δυο κεφάλια,
τον τρικέφαλο Κέρβερο φύλακα του Άδη, το Λιοντάρι της Νεμέας, την Λερναία Ύδρα,
την Φαιά της Κρομμυώνας που ήταν ένας αγριόχοιρος τρομερός που κατέστρεφε τα
πάντα στην πόλη Κρομμυώνα στην περιοχή του Ισθμού ( ο Θησέας σκότωσε την Φαιά)
και την Σφίγγα των Θηβών.
Ο Γηρυόνης λοιπόν, παιδί του Χρυσάωρα, ήταν ένα τέρας που αποτελείτο από τρία ανδρικά
σώματα ενωμένα στην κοιλιά που χώριζαν πάλι στις λαγόνες και τους μηρούς. Είχε
λοιπόν αυτός κάποια βόδια, από την
Φοινίκη λένε πως ήταν, και τα έβοσκε ο
Ευρυτίωνας με φύλακα τον δικέφαλο Όρθο. Ο Ευρυτίων ήταν γιός του Άρη και της
Ερύθειας μιάς από τις Εσπερίδες, που είχε δώσει και το όνομά της στο νησί της
Εσπερίας όπου κατοικούσε ο Γηρυόνης.
Από τον Παυσανία διαβάζουμε πως πρόκειται για
την Ιβηρία ( Ισπανία) «…καὶ Ἡρακλεῖ
κατὰ
δόξαν τῶν
ἐν
Ἰβηρίᾳ
βοῶν
προσέταξεν Εὐρυσθεὺς
ἐλάσαι
τῶν
Γηρυόνου βοῶν
τὴν
ἀγέλην…»
( Μεσσηνιακά, κεφ. 36,παραγρ.3)
Εκεί λοιπόν έπρεπε να πάει ο Ηρακλής για να
πάρει τα βόδια. . «Ἡρακλῆς θεωρῶν τὸν πόνον τοῦτον μεγάλης προσδεόμενον παρασκευῆς καὶ κακοπαθείας, συνεστήσατο στόλον ἀξιόλογον καὶ πλῆθος στρατιωτῶν ἀξιόχρεων ἐπὶ ταύτην τὴν στρατεία …» Μας πληροφορεί ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, πως έφτιαξε
ολόκληρο στόλο και πήρε μαζί του
αρκετούς άνδρες, για την δύσκολη αυτή αποστολή.
(4,17)
Στην συνέχεια, διαβάζουμε στον
Απολλόδωρο ( Βιβλίο Β΄, παραγρ.10), ότι πηγαίνοντας ο Ηρακλής, για το νησί της
Ερυθείας τα Γάδειρα, διέσχισε την Ευρώπη και σκότωσε πολλά θηρία. Φθάνοντας
στην Ταρτησσό απέναντι απ’ την Λιβύη έστησε μνημείο, που να θυμίζει ότι από
εκεί πέρασε, ο μεγάλος αυτός ήρωας-εκκαθαριστής -Διογενής! Το μνημείο αυτό ήταν οι Ηράκλειες Στήλες, που αποτέλεσαν και το σύνορο της Ευρώπης με την
Λιβύη(Αφρική).
«…πορευόμενος οὖν ἐπὶ τὰς Γηρυόνου βόας διὰ τῆς Εὐρώπης, ἄγρια πολλὰ <ζῷα> ἀνελὼν Λιβύης ἐπέβαινε, καὶ παρελθὼν Ταρτησσὸν ἔστησε σημεῖα τῆς πορείας ἐπὶ τῶν ὅρων Εὐρώπης καὶ Λιβύης ἀντιστοίχους δύο στήλας…»
Στον Διόδωρο τον Σικελιώτη
πληροφορούμεθα, περί των Ηρακλείων
Στηλών, πως επρόκειτο για ένα μεγάλο έργο του ήρωα, αφού άνοιξε το στενό
ανάμεσα στις δυό ηπείρους και επέτυχε την άνετη διέλευση του Ωκεανού
(Ατλαντικού) προς την Μεσόγειο. Κάτι που ωφέλησε τις Μεσογειακές χώρες και γι’ αυτό
και τον τιμούν εσαεί. Κάτι παρόμοιο είχε κάνει και με την διάνοιξη του στενού
των Τεμπών, όπως ο Διόδωρος αναφέρει σχετικά:
«… Ἡμεῖς δ´ ἐπεὶ περὶ τῶν Ἡρακλέους στηλῶν ἐμνήσθημεν, οἰκεῖον εἶναι νομίζομεν περὶ αὐτῶν διελθεῖν. Ἡρακλῆς γὰρ παραβαλὼν εἰς τὰς ἄκρας τῶν ἠπείρων τὰς παρὰ τὸν ὠκεανὸν κειμένας τῆς τε Λιβύης καὶ τῆς Εὐρώπης ἔγνω τῆς στρατείας θέσθαι στήλας ταύτας.
βουλόμενος δ´ ἀείμνηστον ἔργον ἐπ´ αὐτῷ συντελέσαι, φασὶ τὰς ἄκρας ἀμφοτέρας ἐπὶ πολὺ προχῶσαι· διὸ καὶ πρότερον διεστηκυίας ἀπ´ ἀλλήλων πολὺ διάστημα, συναγαγεῖν τὸν πόρον εἰς στενόν, ὅπως ἁλιτενοῦς καὶ στενοῦ γενομένου κωλύηται τὰ μεγάλα κήτη διεκπίπτειν ἐκ τοῦ ὠκεανοῦ πρὸς τὴν ἐντὸς θάλατταν, ἅμα δὲ καὶ διὰ τὸ μέγεθος τῶν ἔργων μένῃ ἀείμνηστος ἡ δόξα τοῦ κατασκευάσαντος· ὡς δέ τινές φασι, τοὐναντίον τῶν ἠπείρων ἀμφοτέρων συνεζευγμένων διασκάψαι
ταύτας, καὶ τὸν πόρον ἀνοίξαντα ποιῆσαι τὸν ὠκεανὸν μίσγεσθαι τῇ καθ´ ἡμᾶς θαλάττῃ. ἀλλὰ περὶ μὲν τούτων ἐξέσται σκοπεῖν ὡς ἂν ἕκαστος ἑαυτὸν πείθῃ. τὸ παραπλήσιον δὲ τούτοις ἔπραξε πρότερον κατὰ τὴν Ἑλλάδα. περὶ μὲν γὰρ τὰ καλούμενα Τέμπη τῆς πεδιάδος χώρας ἐπὶ πολὺν τόπον λιμναζούσης διέσκαψε τὸν συνεχῆ τόπον, καὶ κατὰ τῆς διώρυχος δεξάμενος ἅπαν τὸ κατὰ τὴν λίμνην ὕδωρ ἐποίησε τὰ πεδία φανῆναι τὰ κατὰ τὴν Θετταλίαν παρὰ τὸν Πηνειὸν ποταμόν…» ( Διοδώρου Ιστορική Βιβλιοθήκη, 4,
παραγρ.18)
Στο δρόμο ο ήλιος ήταν πολύ καυτός και
ο Ηρακλής σήκωσε το βέλος του και σημάδεψε τον Ήλιο! Για το θάρρος του, ο Θεός του έδωσε το χρυσό Δέπας( ήταν η βάρκα
με την οποία ο Ήλιος διέσχιζε την νύχτα τον Ωκεανό), για να μπορέσει έτσι με
αυτήν να διασχίσει γρηγορότερα τον ωκεανό.
Φθάνοντας στην Ερυθεία ο Ηρακλής
κατασκηνώνει στο όρος Άβαντα. Όμως τον μυρίστηκε ο Όρθος και όρμησε εναντίον
του. Μαζί με το σκυλί του επιτέθηκε και ο Ευρυτίων. Ο Ηρακλής χτυπά με το
ρόπαλο τον Όρθο και στην πάλη σκοτώνει τον Ευρυτίωνα. Όμως την σκηνή
παρακολουθούσε ο Μενοίτης, που βοσκούσε τα βόδια του Άδη εκεί κοντά και πήγε
στον Γηρυόνη και του είπε τι ακριβώς συνέβη.
Κυνηγώντας τον Ηρακλή που είχε πάρει το
κοπάδι με τα βόδια, ο Γηρυόνης τον προφταίνει στον ποταμό Ανθεμούντα και πολεμά
μαζί του για να πάρει πίσω τα βόδια του. Μια σαϊτιά του Ηρακλή όμως, ρίχνει
νεκρό τον Γηρυόνη και έτσι χωρίς κανένα εμπόδιο πλέον ο ήρωας, παίρνει τον
δρόμο της επιστροφής. Βάζει τα βόδια στο Δέπας και τα περνά στην Ταρτησσό. Εκεί
επιστρέφει και στον Ήλιο το χρυσό Δέπας.
«… Ἡρακλῆς δὲ ἐνθέμενος τὰς βόας εἰς τὸ δέπας καὶ διαπλεύσας εἰς Ταρτησσὸν Ἡλίῳ πάλιν ἀπέδωκε τὸ δέπας...» (Απολλοδώρου Βιβλιοθήκη, Βιβλίο
Β΄ κεφ. 5, παραγρ.10)
Ο Ηρακλής αφού πήρε τα βόδια πέρασε από
τη Αβδηρία. Μετά προχώρησε στα Πυρηναία. Το όνομά τους το οφείλουν στην
πριγκίπισσα Πηρήνη, την κόρη του βασιλιά της περιοχής, η οποία συνδέθηκε
ερωτικά με τον ήρωα, αλλά είχε άδοξο
τέλος αφού την κατασπάραξαν τα άγρια θηρία, όταν ο πατέρας της την έδιωξε από
το παλάτι, καθώς έμαθε ότι θα αποκτούσε
παιδί με τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής βρήκε τα μέλη της πριγκίπισσας και τα έθαψε στο
βουνό. Από εκεί, πέρασε τις Λυγηρικές Άλπεις, χτίζοντας δρόμο για τα
στρατεύματά του και τα μεταφορικά του μέσα, και έφτασε στην Γαλατία. Εδώ, έφερε
τον πολιτισμό και ανθρώπινα ήθη. Με
όσους τον ακολούθησαν ίδρυσε μια πόλη, την Αλήσια την οποία ονομάζει έτσι από
«…της άλης, της πλάνης αυτού…» όπως μας λέει στην Ωγυγία ο Σταγειρίτης. (Η
Αλεσία ήταν μια πόλη της Γαλατίας, στο όρος Ακκίς. Η Αλεσία βρισκόταν στην περιοχή της σημερινής κοινότητας Αλίζ-Σαιντ-Ρεν, στο νομό Κοτ-ντ'Ορ, στην περιοχή Βουργουνδία-Φρανς-Κοντέ. Ήταν πρωτεύουσα της γαλατικής φυλής των Μανδουβίων. Ήταν ήδη γνωστή στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς που την ονόμαζαν «απάσης της Κελτικής εστίαν»και θεωρούσαν ως ιδρυτή της τον Ηρακλή.
Περίφημη είναι η «Μάχη της Αλέσιας»οι κάτοικοι της οποίας επί ρωμαϊκής κυριαρχίας αντιτάχθηκαν στον Ιούλιο Καίσαρα με τον αρχηγό τους Βερσιζεντόριξ. Στην μάχη αυτή παραδόθηκαν τελικώς, οι ανένταχτοι στους
Ρωμαίους Γαλάτες.)
Επίσης, Αλέσιαι ονομαζόταν και μια μικρή πόλη
στην Λακωνική, κοντά στον σημερινό Μυστρά η οποία ήταν κέντρο λατρείας του
Ποσειδώνος και του Λακεδαίμονος, γιού της νύμφης Ταϋγέτης. Εκεί ο Μύλης, γιός
του Λέλεγος, άλεσε το πρώτο σιτάρι. -Λεξικό του Αρχαίου Κόσμου, τόμος Α΄σελ.
302-).
Στον Διόδωρο τον
Σικελιώτη, διαβάζουμε σχετικά με τον εκπολιτισμό της Κελτικής Γαλατίας ( κεφ.4, παραγρ.19) «… αὐτὸς δ´ ἀναλαβὼν τὴν δύναμιν καὶ καταντήσας εἰς τὴν Κελτικὴν καὶ πᾶσαν ἐπελθὼν κατέλυσε μὲν τὰς συνήθεις παρανομίας καὶ ξενοκτονίας, πολλοῦ δὲ πλήθους ἀνθρώπων ἐξ ἅπαντος ἔθνους ἑκουσίως συστρατεύοντος ἔκτισε πόλιν εὐμεγέθη τὴν ὀνομασθεῖσαν ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν στρατείαν ἄλης Ἀλησίαν. πολλοὺς δὲ καὶ τῶν ἐγχωρίων ἀνέμιξεν εἰς τὴν πόλιν· ὧν ἐπικρατησάντων τῷ πλήθει πάντας τοὺς ἐνοικοῦντας ἐκβαρβαρωθῆναι συνέβη…»
Οι κάτοικοι της περιοχής τιμούσαν τον
Ηρακλή αιώνες μετά το πέρασμά του από την Αλήσια και πίστευαν ότι έλκουν την
καταγωγή τους από την ένωση της πριγκίπισσας Γαλάτης με αυτόν.
Ενώ διέσχιζε τη Λυγία της Γαλατίας, του επιτέθηκαν τα δυο
παιδιά του Ποσειδώνα, ο Ιαλεβίων ή Αλβίων και ο Δέρκυνος που προσπάθησαν να του
κλέψουν τα βόδια. Έγινε μάχη και τα δυο αδέρφια σκοτώθηκαν. Εκτός από τους
γιους του Ποσειδώνα λέγεται ότι του επιτέθηκε ολόκληρος στρατός. Ήταν τόσοι
πολλοί που ο Ηρακλής έριξε όλα του τα βέλη και πάλι δεν μπόρεσε να τους
εξοντώσει. Μη έχοντας άλλο όπλο, ούτε καν πέτρες, γονάτισε λαβωμένος και
κουρασμένος, τότε ο Δίας τον λυπήθηκε, σκέπασε τη γη με ένα σύννεφο από το
οποίο έπεσαν πέτρες. Έτσι μπόρεσε να τρέψει σε φυγή τους αντιπάλους του. Η
τεράστια κυκλική πεδιάδα στην οποία έγινε η μάχη, λέγεται Πετρώδης πεδιάδα,
επειδή είναι γεμάτη πέτρες σε μέγεθος ανθρώπινης γροθιάς.
Σύμφωνα με άλλη πηγή η κόρη του βασιλιά, η Κελτίνη
ερωτεύτηκε τον Ηρακλή και απέκτησε ένα γιο, τον Κέλτο. Ο Ηρακλής φεύγοντας της
άφησε το τόξο του, με την προϋπόθεση ότι αν ο Κέλτος το τέντωνε θα γινόταν
βασιλιάς στους Κέλτες.
«… ὁ δ´ Ἡρακλῆς τὴν ἐκ τῆς Κελτικῆς πορείαν ἐπὶ τὴν Ἰταλίαν ποιούμενος, καὶ διεξιὼν τὴν ὀρεινὴν τὴν κατὰ τὰς Ἄλπεις, ὡδοποίησε τὴν τραχύτητα τῆς ὁδοῦ καὶ τὸ δύσβατον, ὥστε δύνασθαι στρατοπέδοις καὶ ταῖς τῶν ὑποζυγίων ἀποσκευαῖς βάσιμον εἶναι…» Μας πληροφορεί ο Διόδωρος πως στον
Ηρακλή οφείλεται η βατή διάβαση από την Γαλατία στην Ιταλία μέσω των Άλπεων,
όπου μάλιστα ακόμη και στρατοπεύδευση μπορεί να γίνει πλέον στις δύσβατες, έως
πριν την έλευση του Ηρακλέους, περιοχές.
Ερχόμενος λοιπόν στη Ιταλία και αφού πέρασε πολλά μέρη έφτασε
στο Τίβερη ποταμό, εκεί που μετά κτίστηκε η Ρώμη. «…Ἡρακλῆς δὲ διελθὼν τήν τε τῶν Λιγύων καὶ τὴν τῶν Τυῤῥηνῶν χώραν, καταντήσας πρὸς τὸν Τίβεριν ποταμὸν κατεστρατοπέδευσεν οὗ νῦν ἡ Ῥώμη ἐστίν…» ( Διοδώρου Ιστορική Βιβλιοθήκη, κεφ. 4, παραγρ. 21)
Άφησε την
αγέλη να βοσκήσει και αυτός κοιμήθηκε.
Εκεί κοντά όμως, είχε τη σπηλιά του ο τρικέφαλος ληστής Κάκος. Στην ελληνική
μυθολογία ο Κάκος ήταν γιος του θεού Ηφαίστου, μεγάλος ληστής και
κακούργος. Ο Κάκος ήταν μισός γιγάντιος άνθρωπος και μισός σάτυρος. Κατοικούσε
πάνω στον Αβεντίνο ή τον Παλατίνο Λόφο, μέσα σε μια σπηλιά «στολισμένη» με τα
ματωμένα μέλη των θυμάτων του και τα κεφάλια τους καρφωμένα στην είσοδο.
Αυτός λοιπόν ο κακούργος,
έκλεψε τέσσερα βόδια και τέσσερες
δαμάλες από το κοπάδι του Ηρακλή και για να μην μπορέσει ο ημίθεος να τα
ανακαλύψει σοφίστηκε το εξής τέχνασμα. Έβαλε τα βόδια να περπατάνε προς τα πίσω
τραβώντας τα από την ουρά. Όταν ο Ηρακλής ξύπνησε κατάλαβε ότι του έλειπαν τα
βόδια του και άρχισε να τα ψάχνει. Μάταια έψαχνε, δεν τα έβρισκε πουθενά.
Συνάντησε τον Κάκο ο οποίος αρνήθηκε όταν ο Ηρακλής τον ρώτησε μήπως του τα
είχε πάρει αυτός. Αλλά επειδή ο Ηρακλής ήταν έξυπνος, σκέφτηκε να φέρει τα
υπόλοιπα βόδια έξω από τη σπηλιά του Κάκου. Όταν αυτά άρχισαν να μουγκανίζουν
άρχισαν να κάνουν το ίδιο και τα βόδια που ήσαν στη σπηλιά του Κάκου. Έτσι με
αυτό τον τρόπο προδόθηκε ο Κάκος. Ο Κάκος άρχισε να φτύνει φωτιά και καπνό,
οπότε ο Ηρακλής άρχισε να του πετά κλαδιά και μεγάλες πέτρες. Στο τέλος ο ήρωας
έπνιξε τον ληστή.Όταν οι κάτοικοι των γύρω περιοχών έμαθαν για το θάνατο του
Κάκου τον ευχαρίστησαν και του πρόσφεραν τιμές. Μάλιστα ο βασιλιάς τους, ο
Εύανδρος, έκτισε ένα βωμό και πρόσφερε θυσία μια δαμάλα που δεν είχε ακόμα μπει
στο ζυγό.
Στη ρωμαϊκή μυθολογία ο Κάκος ήταν αρχικά θεότητα της
φωτιάς και μετά «υποβιβάσθηκε» στην παραπάνω μορφή. Σύμφωνα με τους Ρωμαίους,
αφού σκότωσε τον Κάκο ο Ηρακλής ίδρυσε βωμό στο μέρος εκείνο, τον Ara Maxima, όπου αργότερα
λάβαινε χώρα η αγορά βοοειδών της Ρώμης, το Forum Boarium. Αργότερα
ανεγέρθηκαν ναοί του Ηρακλή (Hercules) στην περιοχή, από
τους οποίους σώζεται μέχρι σήμερα ένας, αυτός του «Ηρακλέους Νικητού» (Hercules Victor).( πηγή : «Επίτομο λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας», εκδ. οίκος Χάρη
Πάτση, Αθήνα 1969)
Μετά από αυτά ο Ηρακλής προχώρησε προς τα νότια για να
πάει στο Ρήγιο της Ιταλίας. Στα σύνορα του Ρήγιου και των Επιζεφυρίων Λοκρών
ξάπλωσε να κοιμηθεί γιατί ήταν πολύ κουρασμένος. Όμως τα τζιτζίκια κελαηδούσαν
ασταμάτητα και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Γι’ αυτό παρακάλεσε τους θεούς να τους
κόψουν τη λαλιά. Οι θεοί αμέσως ικανοποίησαν την επιθυμία του Ηρακλή και έτσι
τα τζιτζίκια από την πλευρά του Ρήγιου δεν ακούστηκαν ποτέ πια ενώ από την
πλευρά των Λοκρών τραγουδούσαν με όλη τους τη δύναμη.
«…διὰ τὸν ἐκ τῆς ὁδοιπορίας κόπον ἀναπαυομένου, φασὶν ὑπὸ τῶν τεττίγων αὐτὸν ἐνοχλούμενον εὔξασθαι τοῖς θεοῖς ἀφανεῖς γενέσθαι τοὺς ἐνοχλοῦντας αὐτόν· καὶ διὰ τοῦτο, τῶν θεῶν βεβαιωσάντων τὴν εὐχήν, μὴ μόνον κατὰ τὸ παρὸν ἀφανεῖς γενέσθαι τούτους, ἀλλὰ καὶ κατὰ τὸν ὕστερον χρόνον ἅπαντα μηδένα τέττιγα
φαίνεσθαι κατὰ τὴν χώραν…» (Διοδώρου Ιστορική Βιβλιοθήκη, κεφ.4, παραγρ. 22)
Όταν έφτασε ο Ηρακλής στο Ρήγιο ένας ταύρος του έφυγε και
πέρασε κολυμπώντας απέναντι στο νησί Σικελία, προχώρησε και έφτασε στην πεδιάδα
του Έρυκα, που ήταν γιος του Ποσειδώνα. Από τον Ταύρο αυτό φαίνεται να άρει την
καταγωγή του ονόματός της η Ιταλία αφού οι Τυρρηνοί έλεγαν πως ο Ταύρος αυτός
λεγόταν Ιταλός. Ο Ηρακλής έψαξε τον ταύρο και τελικά τον βρήκε μέσα στα κοπάδια
του Έρυκα. Ζήτησε τον ταύρο αλλά αυτός αρνήθηκε να του τον δώσει, παρά μόνο αν
τον νικούσε σε αγώνα πυγμαχίας. Στον αγώνα που ακολούθησε, ο Ηρακλής νίκησε τον
Έρυκα τρεις φορές και στο τέλος τον σκότωσε.
«…φαίνεται
δὲ
καὶ Ἔρυξ
τότε ἐν
Σικελίᾳ
δυναστεύων δριμὺν
οὕτως
ἔχων
ἐς
τὰς
βοῦς
τὰς
ἐξ
Ἐρυθείας
ἔρωτα,
ὥστε
καὶ ἐπάλαισε
πρὸς
τὸν
Ἡρακλέα
ἆθλα
ἐπὶ
τῇ
πάλῃ
καταθέμενος τάς τε βοῦς
ταύτας καὶ ἀρχὴν
τὴν
ἑαυτοῦ…»( Παυσανίου Μεσσηνιακά, κεφ. 36,παραγρ.4)
Παρενθετικά να σημειώσουμε εδώ για την μετέπειτα εκστρατεία στην Σικελία
του Αθηνοδώρου και του Δωριέως που ως νόμιμοι απόγονοι του ημιθέου πίστευαν πως
η γή του Έρυκα σ’αυτούς ανήκε και όχι στους βαρβάρους που την κατείχαν,
Εγεσταίους :
«…Ἀθηνοδώρου τῶν ὁμοῦ Δωριεῖ τῷ Ἀναξανδρίδου σταλέντων ἐς Σικελίαν:ἐστάλησαν δὲ τὴν Ἐρυκίνην χώραν νομίζοντες τῶν ἀπογόνων τῶν Ἡρακλέους εἶναι καὶ οὐ βαρβάρων τῶν ἐχόντων. Ἡρακλέα γὰρ ἔχει λόγος παλαῖσαι πρὸς Ἔρυκα ἐπὶ τοῖσδε εἰρημένοις, ἢν μὲν Ἡρακλῆς νικήσῃ, γῆν τὴν Ἔρυκος Ἡρακλέους εἶναι, κρατηθέντος δὲ τῇ πάλῃ βοῦς τὰς Γηρυόνου…
…τὸ δὲ εὐμενὲς ἐκ τῶν θεῶν οὐ κατὰ ταὐτὰ Ἡρακλεῖ καὶ ὕστερον Δωριεῖ τῷ Ἀναξανδρίδου παρεγένετο, ἀλλὰ Ἡρακλῆς μὲν ἀποκτίννυσιν Ἔρυκα, Δωριέα δὲ αὐτόν τε καὶ τῆς στρατιᾶς διέφθειραν τὸ πολὺ Ἐγεσταῖοι…» ( Παυσανίου Λακωνικά, κεφ. 16,
παραγρ.4-5 )
Δηλαδή, Ο Αθηνόδωρος ήταν ένας από εκείνους που
είχαν σταλεί στην Σικελία μαζί με τον Δωριέα του Αναξανδρίδη, επειδή πίστευαν
πως τους ανήκε η γή, ως νόμιμοι απόγονοι του Ηρακλέους, αφού ο ημίθεος την είχε
κερδίσει μετά από την νίκη του επί του Έρυκα, όταν είχε βρεθεί εκεί γυρεύοντας
ένα από το βόδια του Γηρυόνη, τον ταύρο Ιταλό. …Μόνο που οι Θεοί αυτή την φορά
δεν ήταν ευμενείς όπως στην περίπτωση του Ηρακλή, αφού ο Δωριέας και το
μεγαλύτερο μέρος των στρατιωτών του σκοτώθηκε από τους βάρβαρους Εγεσταίους…
Πήρε λοιπόν τον ταύρο ο Ηρακλής, αλλά και τα βόδια του Έρυκα, και γύρισε στο
Ρήγιο, που ήταν το κοπάδι του, αφού έκανε πρώτα το γύρο της Σικελίας. Από όπου
περνούσε οι κάτοικοι τον υποδέχονταν με θαυμασμό. Στην πόλη Αγύριο του
πρόσφεραν θεϊκές τιμές γιατί όταν έφτασε εκεί συνέβη κάτι παράξενο.
Αποτυπώθηκαν τα ίχνη των ποδιών του Ηρακλή και του κοπαδιού του πάνω στο βράχο
σαν να ήταν από μαλακό κερί. Για να ευχαριστήσει ο Ηρακλής τους κατοίκους του
Αγύριου έφτιαξε στην πόλη τους μια μικρή λίμνη, με περίμετρο 800 μέτρα και
ίδρυσε τοπικά ιερά στον Ιόλαο και στον Γηρυόνη.
«…ὁδοῦ γὰρ οὔσης οὐκ ἄπωθεν τῆς πόλεως πετρώδους, αἱ βόες τὰ ἴχνη καθάπερ ἐπὶ κηροῦ τινος ἀπετυποῦντο. ὁμοίως δὲ καὶ αὐτῷ τῷ Ἡρακλεῖ τούτου συμβαίνοντος, καὶ τοῦ ἄθλου δεκάτου τελουμένου,
νομίσας ἤδη τι λαμβάνειν τῆς ἀθανασίας, προσεδέχετο τὰς τελουμένας ὑπὸ τῶν ἐγχωρίων κατ´ ἐνιαυτὸν θυσίας. διόπερ τοῖς εὐδοκουμένοις τὰς χάριτας ἀποδιδούς, πρὸ μὲν τῆς πόλεως κατεσκεύασε λίμνην, ἔχουσαν τὸν περίβολον σταδίων
τεττάρων, ἣν ἐπώνυμον αὐτῷ καλεῖσθαι προσέταξεν· ὡσαύτως δὲ καὶ τῶν βοῶν τοῖς ἀποτυπωθεῖσιν ἴχνεσι τὴν ἐφ´ ἑαυτοῦ προσηγορίαν ἐπιθείς, τέμενος κατεσκεύασεν
ἥρωι Γηρυόνῃ, ὃ μέχρι τοῦ νῦν τιμᾶται παρὰ τοῖς ἐγχωρίοις. Ἰολάου τε τοῦ ἀδελφιδοῦ…»(Διοδώρου Ιστορική
Βιβλιοθήκη, κεφ.4, παραγρ. 24)
Την Σικελία λέγετε πως την άφησε παρακαταθήκη στους
εγχωρίους κατοίκους με τον όρο ότι θα έρθουν κάποια χρονική στιγμή απόγονοί του
να την πάρουν πίσω. Όντως μετά από πολλές γενιές ο απόγονός του, Λακεδαιμόνιος Δωριεύς ήρθε και την παρέλαβε
και έκτισε μια πόλη την ονομαζόμενη Ηράκλεια. «…Ἡρακλείαν προσηγόρευσαν…» (Διοδώρου, όπως ανωτέρω)
Πήρε λοιπόν τον χαμένο ταύρο ο Ηρακλής και ετοιμάστηκε να
διασχίσει το Ιόνιο Πέλαγος. Όμως και σ’ αυτόν τον άθλο έκανε την εμφάνισή της η
Ήρα η οποία έριξε λύσσα στο κοπάδι των βοδιών του Ηρακλή και εκείνα
διασκορπίστηκαν φθάνοντας στα βουνά της Θράκης. Τα κυνήγησε να τα πιάσει ο Ηρακλής χωρίς όμως να επιτύχει να τα
συγκεντρώσει όλα. Όσα έπιασε τα πέρασε από τον Ελλήσποντο ενώ τα υπόλοιπα
τριγυρνούσαν αγριεμένα από εδώ και απ’ εκεί. Τελικά κατάφερε να τα μαζέψει όλα
και πήγε να περάσει τον Στρυμόνα ποταμό με τον οποίο μάλωσε και από πλωτό τον
έκανε άπλωτο. Έριξε, δηλαδή, πέτρες μες την κοίτη του, ώστε να το επιτύχει
αυτό.
«…ὁ δὲ διώξας τὰς μὲν συλλαβὼν ἐπὶ τὸν Ἑλλήσποντον ἤγαγεν,
αἱ δὲ ἀπολειφθεῖσαι τὸ λοιπὸν ἦσαν ἄγριαι. μόλις δὲ τῶν βοῶν συνελθουσῶν
Στρυμόνα μεμψάμενος τὸν ποταμόν, πάλαι τὸ ῥεῖθρον πλωτὸν ὂν ἐμπλήσας πέτραις ἄπλωτον ἐποίησε…»
Δηλαδή : « Ο Ηρακλής τα κυνήγησε (τα βόδια) και όσα βρήκε τα οδήγησε στον Ελλήσποντο,
ενώ, όσα χάθηκαν τριγυρνούσαν αγριεμένα από εδώ κι’από εκεί. Τα συγκέντρωσε
λοιπόν κι’ έπειτα μάλωσε με τον Στρυμόνα ποταμό, που ενώ πριν ήταν πλωτός
γέμισε την κοίτη του με πέτρες και τον έκανε άπλωτο…» ( Απολλοδώρου
βιβλιοθήκη, Βιβλίο Β’κεφ. 5, παραγρ. 10)
Έτσι επιτέλους φθάνει στην Τίρυνθα όπου παραδίδει τα
βόδια στον Ευρυσθέα και αυτός τα
θυσιάζει στην Θεά Ήρα.
Δέκα χρόνια και ένα μήνα( οκτώ και ένα
μήνα λέει ο Απολλόδωρος στην Βιβλιοθήκη του) χρειάστηκε για τους δέκα αυτούς
άθλους ο Ηρακλής. Και μόνον αυτοί οι δέκα έπρεπε να είναι προορισμένοι γι’
αυτόν, σύμφωνα με το Μαντείο. Αλλά επειδή ο Ευρυσθέας δεν δέχτηκε εκείνον της
Λερναίας Ύδρας και τον σχετικό με τον Κόπρο του Αυγείου, επέβαλε στον Ηρακλή
άλλους δύο. Ενδέκατος άθλος λοιπόν για τον Ηρακλή ήταν να φέρει τα χρυσά μήλα
των Εσπερίδων.